Μια μεγάλη φωνή αποφασίζει να μιλήσει. Αλλωστε, μια μεγάλη φωνή έχει πάντα κάτι να πει. Για το τραγούδι τού τότε και τού τώρα, για τη μητρότητα, για τις μικρές επαναστάσεις που έκανε. Η ερμηνεύτρια Μαρινέλλα αποκαλύπτει τη γυναίκα πίσω από τα φώτα, όσα θα δούμε στο καινούργιο μιούζικαλ με θέμα τη ζωή της, που θα παρουσιαστεί σε λίγες ημέρες, και ακόμη περισσότερα.
Tην πιο ωραία ατάκα, όταν τη συνάντησα ένα απόγευμα στις αρχές Μαρτίου, η Μαρινέλλα μου την έδωσε με χειρονομίες, χωρίς λόγια: «Χωρίς αυτό, δεν γίνεται τίποτε» και έδειχνε το μυαλό της. «Χωρίς αυτό, δεν γίνεται τίποτε» και έδειχνε το λαρύγγι της. «Χωρίς αυτό, δεν γίνεται τίποτα» και έδειχνε την καρδιά, την ψυχή της. «Επίσης, χωρίς αυτό, δεν κάνεις τίποτε» και μου έδειξε πιο κάτω... «Ολη η μάνα είναι εδώ, όλη η αγάπη είναι εδώ. Δεν είναι δοχείο εδώ, εδώ είναι η ζωή. Μυαλό, φωνή, ψυχή... Είναι τυχαίο; Πόσα χρόνια είμαι εγώ στο τραγούδι; Πρέπει να σκέφτεσαι, να φέρεσαι, να είσαι εσύ...». Αυτή είναι η Μαρινέλλα: μυαλό, φωνή, καρδιά, γυναίκα. Και αυτά είναι τα στοιχεία για το μιούζικαλ στο οποίο πρωταγωνιστεί και θα ανέβει στο Παλλάς στα μέσα Απριλίου, με την υπογραφή του Σταμάτη Φασουλή.
Η ίδια θα μου πει ότι γενικά δεν πολυμιλάει, δεν δίνει συνεντεύξεις. Σε αυτή τη συζήτησή μας όμως δείχνει εξαιρετικά άνετη, δεν κρύβεται και μιλάει χωρίς υπεκφυγές για τα καλά αλλά και για τα κακά της ελληνικής μουσικής σκηνής. Κλασική, δωρική Μαρινέλλα...
Αλήθεια, τι είναι αυτό που κάνει έναν τραγουδιστή να ξεχωρίσει;
«Είναι ένα πακέτο ολόκληρο. Μια φωνή δική του και ο χαρακτήρας του. Σήμερα ανοίγεις το ραδιόφωνο και δεν ξεχωρίζεις, αναρωτιέσαι ποιος είναι αυτός που τραγουδά».
Μήπως είναι και θέμα ποσότητας;
«Είναι και αυτό. Βγαίνουν πάρα πολλά παιδιά στη μουσική και δεν γίνεται επιλογή».
Ποιος θα κάνει την επιλογή που λέτε;
«Δεν ξέρω. Ο κόσμος “τρώει” ό,τι του δίνουν. Κάνουμε κακό στα παιδιά όμως έτσι. Δεν τους δίνουμε την ευκαιρία να μάθουν κάποια πράγματα, να έχουν μια υποδομή, βρε αδελφέ. Μακάρι να μπορούσαν όλα να μάθουν μουσική, να μάθουν πώς να τραγουδούν, τη σωστή τοποθέτηση της φωνής. Αρκεί να μάθαιναν σωστά πράγματα. Οι περισσότεροι δεν τελειοποιούνται. Το πιο δύσκολο όμως είναι να σταθείς, να μείνεις. Γιατί, κατ’ αρχάς, πρέπει να το αγαπάς σε βάθος, να το υπηρετείς σωστά. Με τους δικούς σου συμβιβασμούς. Να ξέρεις γιατί πηγαίνεις σε μια δουλειά. Οχι για τα λεφτά, αλλά για να μάθεις πλάι σε έναν καλλιτέχνη, σαν σχολή».
Το χρήμα είναι κακός σύμβουλος;
«Πάρα πολύ κακός».
Ενώ στη δική σας εποχή...
«Ας μη μιλάμε για χρήμα στη δική μου εποχή. Από την άλλη – και φτάνω να λέω – αγαπούσαμε τόσο πολύ αυτό που κάναμε. Πηγαίναμε με τα πόδια ή αλλάζαμε και δύο λεωφορεία για να φθάσουμε... Δεν θέλω όμως να κάνω παρελθοντολογία, ούτε λέω να γυρίσουμε πίσω. Αλλά σήμερα τα νέα παιδιά δεν προλαβαίνουν».
Μήπως βιάζονται;
«Ναι, αλλά ποιος τους κάνει να βιάζονται; Ξεκινούν το βράδυ και το πρωί είναι φίρμες. Δεν γίνεται αυτό. Το να ανεβείς και να φθάσεις θέλει δρόμους κακοτράχαλους. Δεν έχω την απαίτηση να περάσουν από δρόμους σαν τους δικούς μας, αλλά όχι να βάζουμε το βράδυ τον σπόρο της ντομάτας και το πρωί να την τρώμε. Αυτό είναι το αντίθετο άκρο. Βγαίνουν σε δύο πρωινάδικα και μετά τους ξέρει όλη η Ελλάδα. Παλιά, ήταν δυο-τρία ραδιόφωνα. Οπότε, για να τους γνωρίσει ο κόσμος ερχόταν στα μαγαζιά ή αγόραζε τους δίσκους. Αλλάζουν τα πράγματα».
Αλλαξαν και οι άνθρωποι που φτιάχνουν τη μουσική. Τα σημερινά τραγούδια δεν μένουν όπως έχουν μείνει των προηγούμενων γενιών.
«Κοιτάξτε, δεν γράφονται καλά τραγούδια πια, παγκοσμίως. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Γι’ αυτό και γίνονται ριμέικ, πολλές ενορχηστρώσεις. Οπως στις ταινίες. Σήμερα όλα γυρίζουν γύρω από τα ίδια».
Στις ημέρες μας το λαϊκό τραγούδι δεν υποστηρίζεται από γυναικείες φωνές. Η τάση είναι στο ελαφρύ.
«Κάποτε όταν λέγαμε καθαρά λαϊκά τραγούδια, το ντύσιμο ήταν ανάλογο. Ντυνόμασταν όπως στο σπίτι μας, με ένα φουστάνι, και καθόμασταν στην καρέκλα. Υπήρχε όμως ένας διαχωρισμός: Το λαϊκό τραγούδι και το ευρωπαϊκό τραγούδι. Στην Πλάκα ούτε αρχοντορεμπέτικα δεν έμπαιναν, εκεί ήταν μόνο τα μοντέρνα. Τα άλλα ήταν στα λαϊκά. Οταν άρχισε να εισβάλλει το λαϊκό τραγούδι και σε αυτά τα μαγαζιά, άρχισε να αλλάζει και το ντύσιμο. Εκανα εγώ την αρχή στα λαϊκά, σηκώθηκα πάνω».
Ηταν μια δική σας πρώτη επανάσταση αυτό;
«Ναι, ναι. Αρχισε λοιπόν να μπαίνει το μπουζούκι σιγά σιγά στην Πλάκα αλλά και το μοντέρνο μπήκε στα λαϊκά μαγαζιά. Μετά, όταν έκανα τα σόου στην πίστα, έφερα στα λαϊκά μαγαζιά της εποχής στοιχεία από τις μοντέρνες τραγουδίστριες. Ντύθηκα, έβαλα φορέματα, έβαλα παντελόνια, αδιανόητα πράγματα».
Είχατε επίγνωση ότι κάνατε προχωρημένα πράγματα;
«Επειδή εγώ ξεκίνησα από το θέατρο, το θεώρησα φυσικό να σηκωθώ. Δεν μπορούσα να κάθομαι στην καρέκλα. Και κάθησα δέκα χρόνια! Σπουδαίο σχολείο αυτό. Μετά όμως πήρα στοιχεία που ήξερα από το θέατρο, πήρα καινούργια στοιχεία από τα ταξίδια μου στο εξωτερικό, αγόρασα ωραία φορέματα... Εδώ δεν είχαν ιδέα από όλα αυτά. Πάντα κάποιος κάνει μια αρχή και οι άλλοι το θεωρούν επανάσταση. Μου άρεσε πολύ αυτό. Δεν μου το είπε κανείς. Μόνη μου το έκανα. Ηθελα να ξεκολλήσω, να σηκωθώ από την καρέκλα. Τώρα τα καινούργια παιδιά δεν κάνουν τίποτε μόνα τους, τα βρίσκουν έτοιμα. Και τα μαγαζιά δεν είναι λαϊκά – είναι ρεβύ (σ.σ.: θέαμα που συνδυάζει χορό, μουσική και σκετς). Τώρα πια δεν φοράνε ρούχα, γδύνονται. Οπωσδήποτε πρέπει να δείξουν μπούτια και κοιλιακούς».
Σήμερα το τραγούδι δεν ακούγεται, βλέπεται.
«Πολύ σωστό αυτό. Το σώμα δεν κάνει τη φωνή. Και ξέρετε κάτι, ο κόσμος τα βλέπει παντού αυτά, στην τηλεόραση, στα σόου, στα μπαρ. Τα έχει βαρεθεί. Δεν φταίνε όμως μόνο τα παιδιά. Φταίει η ζωή, με τη γρηγοράδα, την ταχύτητά της. Ξεκινάς για να πας στο Σύνταγμα και θέλεις ώρες. Ενώ τότε έπαιρνες το πράσινο και πήγαινες. Αυτό ήταν. Δεν γινόταν αλλιώς. Από τους τραγουδιστές ελάχιστοι είχαν τότε αυτοκίνητο».
Ποια στοιχεία κάνουν ένα τραγούδι μεγάλο;
«Η ερμηνεία, ο στίχος, η μουσική, όλα μαζί. Ακούς τη Χαρούλα, τον Νταλάρα, τον Πάριο, τον Μητροπάνο, με την αυθεντική λαϊκή φωνή. Ακούς τον Τερζή, τη Γλυκερία, μια από τις καλύτερες λαϊκές γυναικείες φωνές. Ακούς την προηγούμενη γενιά, τη δική μου. Εκεί και αν είχε φωνές. Τώρα είναι η γενιά του Ρέμου. Ο Αντώνης είναι αυτός που ξεχωρίζει – και ξεχώρισε».
Ποιους άλλους ξεχωρίζετε;
«Τον Μακεδόνα, τον Λιδάκη...».
Από γυναίκες;
«Δεν θα πω για την Πρωτοψάλτη ή την Αρβανιτάκη, αλίμονο. Από τις νεότερες, η Θεοδωρίδου έχει μια λαϊκή φωνή και την ξεχωρίζεις. Το θέμα είναι να ξεχωρίζει η φωνή, να έχει κάτι δικό της. Είναι σημαντικό. Και άσχημη να είναι, να ξεχωρίζει, να την ακούς και να αναγνωρίζεις τον τραγουδιστή. Η Θεοδωρίδου έχει μια λαϊκή φωνή – μπορεί να μην είναι τεράστιας έκτασης, αλλά είναι λαϊκή και αναγνωρίσιμη. Εγώ θα ήθελα να πει πραγματικά λαϊκά τραγούδια, όχι μοντερνολαϊκά. Ποια άλλη; Εντάξει, πολλές τραγουδάνε, τις ακούω αλλά δεν τις ξεχωρίζω... Λέγαμε Σινάτρα, Στρέιζαντ, Νατ Κινγκ Κόουλ... Θα μου πεις τώρα, σε ποιους αναφέρομαι. Πάλεψαν όμως, πέρασαν διά πυρός και σιδήρου. Πιστεύω ότι η καλοζωία δεν έχει καλά αποτελέσματα. Ο καλλιτέχνης πρέπει να δεινοπαθήσει. Τόσο η δική μου γενιά όσο και αυτή που ακολούθησε έχουμε ψιλοπεινάσει. Με δυσκολία τα βγάζαμε πέρα».
Ισχυε για σας ο ανταγωνισμός Μαρινέλλα - Μοσχολιού, όπως ίσχυε για τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση;
«Πάντα υπάρχουν τα αντίθετα, ο ανταγωνισμός. Με τη Βίκυ ήμασταν πολύ φίλες. Καθόμασταν, προτού πεθάνει, και τα θυμόμασταν. Μεταξύ μας όμως δεν είχαμε κόντρα, οι άλλοι τα έλεγαν. Εκείνη χρόνια με τον Ζαμπέτα, εγώ με τον Καζαντζίδη. Αλλά η Βίκυ έχει πει αριστουργήματα από τραγούδια. Κάναμε εκείνη τη συναυλία για τη Βίκυ και δεν μπορούσες να πετάξεις ούτε ένα τραγούδι. Θησαυρούς έχει πει. Οταν βγήκε εκείνη σόλο, εγώ ήμουν ακόμη με τον Στέλιο. Αφού χώρισα μαζί του άρχισα σιγά σιγά να γίνομαι».
Ολα αυτά, τη ζωή σας, θα τα δούμε στο Παλλάς, κάτι σαν βιογραφία;
«Εχει στοιχεία από τη ζωή μου, αλλά δεν είναι η ζωή μου. Περιλαμβάνει και άλλα πρόσωπα, έχει δράση. Εξηγεί πώς ξεκίνησα, πώς πήρα το όνομα Μαρινέλλα. Δεν έχει όμως συνταρακτικά προσωπικά πράγματα. Δεν θα το επέτρεπα ποτέ. Οντως, την προσωπική μας ζωή πρέπει να τη διαφυλάσσουμε. Δεν πρέπει να εκθέτουμε τους ανθρώπους μας, τα παιδιά μας. Αυτά πρέπει να είναι κάτι άλλο. Πρέπει να σηκώνεις έναν τοίχο – ούτε φωτογραφίες ούτε πολύ μπλα μπλα. Τώρα πια μας έχουν βγάλει φωτογραφίες με την κόρη μου, που είναι μεγάλη κοπέλα, έχει την οικογένειά της. Μα, πείτε μου, ενδιαφέρει τον κόσμο τι πίνω, τι τρώω, πώς κοιμάμαι και με ποιον;».
Βεβαίως, και αυτό ενδιαφέρει.
«Εγώ δεν το έκανα και δεν θα το κάνω ποτέ. Κάνω μια δουλειά, ναι, αλλά αφήνω την άλλη μου ζωή στην άκρη. Ναι, έκανα ένα παιδί και δεν παντρεύτηκα. Αυτή είμαι, γουστάρω».
Αυτό και αν ήταν επαναστατικό για την εποχή!
«Και μιλάμε για 36 χρόνια πριν. Μην κοιτάς τώρα που βγαίνουν όλες με τις κοιλιές και φωτογραφίζονται και μετά παντρεύονται. Είναι τόσο ίδιο το έργο. Δεν σας κάνει εντύπωση; Εγκυμοσύνη και γάμος μια ώρα προτού γεννήσουν».
Είναι λίγο σαν διαφήμιση;
«Ετσι ακριβώς. Εγώ ήμουν τόσο τολμηρή για την εποχή μου. Να βλέπεις μια γυναίκα με την κοιλιά να τραγουδάει».
Πόσο δύσκολο ήταν να το αποφασίσετε;
«Δεν έδωσα ποτέ καμία σημασία. Ζούσα για αυτό το παιδί και δεν με ενδιέφερε τίποτε. Ο κόσμος το ήξερε. Δεν βγήκα ποτέ να πω ποιος, πώς, τι. Ποτέ. Ηξερε ο κόσμος για μια σχέση που είχα. Δεν το έκρυψα, δεν μπήκα στο κουκούλι μου. Βγήκα και είπα “αυτή είμαι”. Με δέχτηκε ο κόσμος έτσι ακριβώς όπως ήμουν, με αγάπησε πιο πολύ, μπορώ να πω. Θάρρος ήθελε. Η κοινωνία τότε δεν μπορούσε να το δεχτεί. Θα μπορούσε να πει “σαν δεν ντρέπεται”. Ηθελε τόλμη. Ημασταν δύο τότε που το τολμήσαμε. Εγώ και η Ελενα Ναθαναήλ. Τα λέγαμε τότε μεταξύ μας. Την ίδια εποχή ήταν και η Βίκυ Μοσχολιού έγκυος, αλλά διαφορετική κατάσταση εκείνη, ήταν παντρεμένη. Πηγαίναμε, θυμάμαι, για καφέ και τα λέγαμε. Τι γέλια κάναμε? Θεός σχωρέσ’ το Ελενάκι μου. Πάντοτε τολμούσα. Από μωρό παιδί είμαι έτσι, επαναστάτρια. Δεν έλεγα όμως από πείσμα “εγώ θα πετύχω”. Δεν το έχω πει ποτέ. Δεν κυνήγησα ποτέ τα πράγματα, μου ήρθαν. Οταν κυνηγάς κάτι, το απομακρύνεις».
Πότε συνειδητοποιήσατε ότι είστε πια πολύ επιτυχημένη;
«Ποτέ. Ποτέ. Δεν έχω συνειδητοποιήσει ποτέ αυτές τις λέξεις: επιτυχημένη, φίρμα, πρώτη, μεγάλη. Ποτέ. Και ευχαριστώ τον Θεό για αυτό. Γιατί όταν το συνειδητοποιήσεις δεν είσαι τίποτε. Ασ’ τα να τσουλήσουν τα πράγματα. Μην κυνηγάς, προχώρα. Θα έρθει μόνο του. Μην κάνεις βρώμικα πράγματα, μην πληγώνεις. Να μη σε αφήνει η ευαισθησία – και ας μην το δείχνεις, και ας βγάζεις ένα πρόσωπο σκληρό. Αυτοί είναι οι πιο ευαίσθητοι από όλους – και έχω πολλούς τέτοιους συναδέλφους. Οι καλλιτέχνες, όλοι, είμαστε μικρά παιδιά. Ολοι. Εχω μεγάλη πείρα. Εχω γνωρίσει ανθρώπους με μεγάλη φωνή που χάθηκαν, όπως χάνεται ένα πυροτέχνημα».
Εσάς, σας στήριξαν κάποιοι άνθρωποι, σας στήριξε το σύστημα γύρω από το τραγούδι;
«Τότε δεν ήταν έτσι το σύστημα. Τώρα είναι... μην πω τι είναι. Τώρα δεν είναι σύστημα, είναι εργοστάσιο. Τότε καθόσουν να μιλήσεις με αυτόν που είχε την εταιρεία – ήταν ελληνικές κιόλας. Τώρα δεν μπορείς να μιλήσεις. Τότε διάλεγες και εσύ τα τραγούδια. Τώρα δεν σε αφήνουν. Ηταν καλή η συνεργασία. Τώρα δεν είναι εταιρείες αυτές. Δεν νιώθουν πόνο για τον καλλιτέχνη. Τώρα πρέπει να βγουν λεφτά και να γίνεις φίρμα. Πώς; Σου λένε να πας εδώ και εκεί, να πας σε εκπομπές, να δώσεις συνεντεύξεις, να ξυπνήσεις πρωί πρωί για να πας στην τηλεόραση και, αν δεν μπορείς να ξυπνήσεις, να πας μετά το κέντρο, προτού κοιμηθείς. Σήμερα υπάρχουν εταιρείες, μάνατζερ και παίρνουν λεφτά».
Γιατί έχετε τόσο πολλά χρόνια να βγάλετε προσωπικό δίσκο;
«Μου φέρνουν τραγούδια, πολλά. Αλλά, ασ’ τα καλύτερα. Είναι για να γελάς. Εγώ δεν είχα την τύχη να πω πάρα πολύ καλά τραγούδια – είπα ωραία τραγούδια. Αλλά έχω το γνώθι σαυτόν. Ξέρω πολύ καλά τι μου γίνεται. Τώρα τα έχουν βάλει όλα σε ένα σακί. Για να κάνω δίσκο, θέλω να είναι κάτι ωραίο. Μόλις μου βρεις τραγούδια, φέρ’ τα».
Εχετε ζηλέψει λοιπόν τραγούδια συναδέλφων σας;
«Με την καλή έννοια, ναι. Γι’ αυτό και σε όλα τα προγράμματά μου πάντα έλεγα και λέω τραγούδια φίλων και συναδέλφων. Προσπάθησα πάντως και τα λιγότερo καλά τραγούδια να τα πω με έναν τρόπο. Την προίκα την έχουμε, το μπαούλο το έχουμε και το γεμίσαμε. Η προίκα είναι διαχρονικό πράγμα. Αυτή είναι η κατάθεση – και έχω κάνει μεγάλη κατάθεση, νομίζω, ως τώρα».
Για παράδειγμα, το «Ανοιξε πέτρα» δεν ήταν ένα μεγάλο τραγούδι;
«Με ξάφνιασε το πρώτο μέρος του, που ήταν α καπέλα, και μιλάμε για τραγούδι του 1968. Θυμάμαι όταν μου το έφεραν ο Πλέσσας και ο Παπαδόπουλος. Εναν χρόνο νωρίτερα είχα πει το “Σταλιά σταλιά”. Και τα δύο είναι σημερινά τραγούδια. Γι’ αυτό και ο Πλέσσας παίζεται και ξαναπαίζεται. Και ο Ζαμπέτας, τι τραγούδια!».
Ολα αυτά παλιά. Σήμερα;
«Και σήμερα υπάρχουν παιδιά που γράφουν τραγούδια και μάλιστα καλά τραγούδια. Υπάρχουν συνθέτες όπως ο Κραουνάκης. Γιατί ο Κραουνάκης είναι πολύ μεγάλος, τεράστιος. Διαχρονικός. Δυστυχώς δεν θα ζούμε, ούτε εκείνος θα ζει, για να δούμε τι θα γίνει στις επόμενες γενιές μαζί του. Σπάνιο ταλέντο. Επίσης, ο Αντώνης Βαρδής μού αρέσει πολύ, εξαιρετικός συνθέτης, και μου αρέσει που τραγουδάει κιόλας τα τραγούδια του. Ο Θεοφάνους, επίσης. Σπουδαίος».
Το φαινόμενο Φοίβος πώς το σχολιάζετε;
«Εμένα δεν μου είπε ποτέ κάτι ο Φοίβος. Αυτός και αν βγάζει τραγούδια εργοστασίου. Για πες μου ένα τραγούδι του Φοίβου; Εναν τίτλο; Ο Φοίβος πάτησε στον Καρβέλα, αλλά ο Καρβέλας ήταν δημιουργός, όποιον δρόμο και αν διάλεξε μετά».
Ο Χατζηγιάννης;
«Μάλιστα. Αυτός είναι εξαιρετικός. Γράφει, τραγουδάει. Τα αγόρια είναι πιο καλά. Και ο Πλούταρχος ωραίος είναι. Λέει βέβαια ένα συγκεκριμένο είδος τραγουδιών. Και ο Μακεδόνας έχει όλο το πακέτο που λέγαμε πριν. Και καλό παιδί και καλός τραγουδιστής, με μεγάλη γκάμα».
Αλήθεια, φροντίζετε πάντα τη φωνή σας, την ασκείτε για να τη διατηρείτε έτσι;
«Δυστυχώς, όχι. Δεν κάνω πρακτική. Οταν όμως πρόκειται να εμφανιστώ σε συναυλία, διαλέγω από το πρόγραμμα τραγούδια με τον μαέστρο, τα δουλεύω και ζεσταίνω τη φωνή μου, τον λαιμό μου. Δεν βγαίνω ποτέ χωρίς ζέσταμα. Είναι σαν να ζητάς από τον αθλητή να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να τρέξει κατοστάρι. Θα πάθει κράμπα».
Πώς πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε στο θεάτρο;
«Η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο να ανεβάσουμε με τον Σταμάτη Φασουλή το μιούζικαλ “Sunset Boulevard”. Τελικά για κάποιους λόγους δεν έγινε. Εγώ όμως είχα ήδη δεσμευτεί για το Παλλάς. Και έτσι σκεφτήκαμε να γίνει ένα τέτοιου τύπου μιούζικαλ με πολλά τραγούδια. Με τη διαφορά ότι θα παίζω κιόλας».
Πώς νιώθετε που θα ανεβείτε στο σανίδι;
«Αν έκανα απλώς συναυλίες, θα ήταν αλλιώς. Αυτή τη στιγμή όμως κάνω ένα καινούργιο πράγμα και δεν ξέρω τι θα γίνει: θα πάει; Δεν θα πάει; Το έγραψαν πολύ καλά ο Ρέππας με τον Παπαθανασίου. Αλλά πάνω από όλα έχουμε αρχηγό τον Σταμάτη Φασουλή. Μόνο που είναι δίπλα μας, φτάνει. Με τον Σταμάτη μοιραζόμαστε μια σχέση 25-30 χρόνων και η αγάπη μου για αυτόν είναι τεράστια. Εφέτος όμως μπήκα εγώ στον δικό του χώρο, ενώ όλα τα προηγούμενα χρόνια έμπαινε εκείνος στον δικό μου, στα κέντρα. Είναι σπάνιο ταλέντο. Μπορεί να πάρει το τίποτε και να το κάνει μεγάλο. Τον θαυμάζω απεριόριστα. Και μιλάω τώρα για τον σκηνοθέτη, όχι για τον φίλο μου. Τον παρατηρώ με αυτή την ευγένεια που έχει όταν διδάσκει την αγωγή. Χωρίς να σε προσβάλλει. Εχει έναν τρόπο, τον τρόπο του: Θέλεις δεν θέλεις, θα τα μάθεις».
Εχετε νιώσει τον φόβο της αποτυχίας;
«Υπάρχει πάντα αυτή η σκέψη. Αλλά εγώ είμαι ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Δεν έχω πει ποτέ μου όμως “θα σκίσουμε”. Σε κάθε δουλειά πάω με ένα 60% και αφήνω το 40% στην αποτυχία. Αν τώρα το 60% ανέβει και γίνει 70%-80%, είναι σούπερ. Κρατάω και μικρό καλάθι. Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Γιατί μετά η απογοήτευση είναι τόσο μεγάλη... Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Τώρα δεν μιλάμε για κέντρο. Είναι θέατρο και δεν ξέρω. Κατ’ αρχάς, θα προσπαθήσω να τα πω: Δεν φοβάμαι για τα τραγούδια, την πρόζα σκέφτομαι. Εχω μαζί μου εξαιρετικούς συνεργάτες, θαυμάσιους ηθοποιούς. Τον Δημήτρη Παπάζογλου στα χορευτικά, τον Γιώργο Γαβαλά στα σκηνικά, τα ρούχα της Ντένης Βαχλιώτη, μαέστρο τον Αλέξη Πρίφτη και όλη την ομάδα που δουλεύει, μαζί με τους τεχνικούς».
Η παράσταση στο Παλλάς έχει το όνομά σας: «Μαρινέλλα, το μιούζικαλ».
«Ηταν μια ιδέα του Σταμάτη. Ξέρεις, όταν κάτι δεν το γνωρίζω, γίνομαι η τελευταία. Το αφήνω στους άλλους. Ξέρω όμως να εμπιστεύομαι ανθρώπους. Στο Παλλάς περιμένω και τη νεότερη γενιά, τα εγγόνια μου, τα παιδιά σου. Και ο Θεός να βάλει το χέρι Του. Να κάνεις και εσύ μια προσευχή».
MYΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ
•Η παράσταση «Μαρινέλλα, το μιούζικαλ» των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή ανεβαίνει στο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5, τηλ. 210 3213 100), από τις 15 Απριλίου.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 492, σελ. 24-30, 21/03/2010.
No comments:
Post a Comment