Αν ήθελες το 1964 να παρουσιάσεις μια μουσική εκπομπή στον Στρατιωτικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Θεσσαλονίκης (τον ένα από τους δύο σταθμούς που λειτουργούσαν τότε στη βορειοελλαδική πρωτεύουσα), ο μοναδικός τρόπος ήταν να δώσεις εξετάσεις και να γίνεις εκφωνητής. Εκφωνητής με πλήρες ωράριο απασχόλησης που κάθε μισή ή μια ώρα συνδέεις τα διάφορα προγράμματα, προαναγγέλλεις εκπομπές, διαβάζεις τις ειδήσεις ή ανακοινώσεις και ενδεχομένως και διαφημίσεις.
Για ένα νέο άνθρωπο με τρία χρόνια προϋπηρεσίας στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ του «Ελληνικού Βορρά» η προοπτική αυτή ήταν ελάχιστα ελκυστική. Ο διευθυντής προγράμματος του σταθμού Γιώργος Τσιτσιμπίκος δεν έβλεπε άλλη λύση, τότε. Κι όμως υπήρχε. Η κολοσσιαία εταιρία ηλεκτρικών συσκευών «Ιζόλα» αποφασίζει την πραγματοποίηση δύο ημίωρων, εβδομαδιαίων διαφημιστικών προγραμμάτων. Ένα είδος χορηγίας που προέβλεπε την χρησιμοποίηση διαφημιστικών στην αρχή, στην μέση και στο τέλος της εκπομπής. Το κονδύλιο ανατέθηκε σ’ένα από τα μεγάλα γραφεία της εποχής, την «Ηχώ», και το ένα ημίωρο ανατέθηκε στον Άλκη Στέα – το μεγαλύτερο αστέρι του ραδιοφώνου την περίοδο εκείνη – και το δεύτερο στο νεαρό δημοσιογράφο, άπειρο ως εκφωνητή, αλλά ήδη έμπειρο στον χώρο του ξένου ρεπερτορίου. Και οι δύο εκπομπές ήταν μουσικές. Ο τίτλος τους «Εκπομπή Ι» (το «Ι» από το «Ιζόλα»).
Η συνηθισμένη διαδικασία ήταν η υποβολή κειμένων στην διεύθυνση του σταθμού, η έγκριση τους, η ηχογράφηση της εκπομπής σε εξωτερικό στούντιο, η αποστολή της ηχογραφημένης μαγνητοταινίας, ο τεχνικός έλεγχος της και η μετάδοση της.
Ένας από τους πιο έμπειρους ηχολήπτες του ΣΡΣΘ, ο Ζαφείρης Χολέβας, είχε δημιουργήσει το ιδιωτικό στούντιο «Record» για τις ελεύθερες ώρες του και ανελάμβανε την ηχογράφηση διαφημίσεων και διαφημιστικών προγραμμάτων. Στο υπόγειο της Τσιμισκή, τα δύο μαγνητόφωνα «Γκρουντιγκ» έκαναν πολύ καλά την δουλειά τους, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μέτριο για τον πρωτοεμφανιζόμενο. Πολλά ημίωρα αργότερα, και μετά από υπερβολική προσπάθεια και πείσμα, η φωνή άρχισε να στρώνει. Τουλάχιστον οι μουσικές επιλογές ήταν οι καλύτερες. Οι επιτυχίες της εποχής. Αυτά που άκουγαν οι Θεσσαλονικείς στα κλαμπ της περιόδου εκείνης από τις ελληνικές ή ιταλικές ορχήστρες. Τα Νο 1 τραγούδια στις ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και άλλες χώρες στην ενότητα «Ο γύρος του κόσμου με τα Νο 1 τραγούδια». Ένα από τα πρώτα τραγούδια που σίγουρα έκανε επιτυχία η εκπομπή ήταν το A casa d’ Irene του Νίκο Φιντενκο. Το επιβεβαίωνε η αντιπροσωπεία της RCA στην Θεσσαλονίκη. Οι πωλήσεις, η νεολαία και οι μεγάλοι που το ψιθύριζαν.
Ήταν η εποχή που δεν υπήρχε ακόμα τηλεόραση. Το ραδιόφωνο πρωταγωνιστούσε στο σαλόνι, στην ίδια θέση που σήμερα καταλαμβάνει η συσκευή της τηλεόρασης. Η «Εκπομπή Ι» μονοπωλούσε το ενδιαφέρον όσων ασχολούνταν με την ξένη μουσική, στην Βόρεια Ελλάδα, όπως το «Λεωφορείον η Μελωδία» του Νίκου Μαστοράκη είχε τα πρωτεία, όσο καιρό μεταδίδονταν από το Β’ Πρόγραμμα του ΕΙΡ από την Αθήνα.
Ένα από τα σπουδαία συγκροτήματα που εμφανίσθηκαν εκείνη τη χρονιά, οι «Φόρμιγξ», με κύριο υποστηρικτή τον Μαστοράκη, έδωσαν την παρθενική συναυλία τους τον Απρίλιο του 1964 στο Θέατρο της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών και από τότε πολλά πράγματα άλλαξαν. Ο οργανίστας του γκρουπ Βαγγέλης Παπαθανασίου, που 18 χρόνια αργότερα θα κέρδιζε βραβείο «Όσκαρ» ήταν από τους τακτικούς καλεσμένους της «Εκπομπής Ι» και κάποια στιγμή συνέθεσε και ηχογράφησε παίζοντας στο θαυμαστό του «Χάμμοντ οργκαν» μια μελωδία που την προσέφερε για μουσικό σήμα. Η «Πέγκυ» - έτσι βαπτίστηκε – σύντομα αγαπήθηκε και ήταν για πολύ καιρό σήμα, πριν σβηστεί κατά λάθος και χαθεί για πάντα.
Η «Εκπομπή Ι» έδωσε μερικά χρόνια αργότερα την θέση της στο «Μουσικό Εξπρές», που έπαιζε μισά τα νέα τραγούδια του επταημέρου, για να προλαβαίνει να ενημερώνει το κοινό για όλες τις νέες εκδόσεις σε 45 στροφές. Είχε μάλιστα κι ένα διαγωνισμό με θέμα «Ήχος – αίνιγμα – πονοκέφαλος». Ήταν η μετάδοση ενός ηχητικού εφφέ που καλούνταν να εντοπίσουν οι ακροατές, διεκδικώντας ως έπαθλο δίσκους.
Το 1966 τα προγράμματα αυτά διαδέχεται μια ωριαία αρχικά μουσική εκπομπή, χωρίς χορηγό, η «Χρυσή Δισκοθήκη», που κράτησε είκοσι χρόνια χωρίς διακοπή. Στην πρώτη περίοδο μόνο κάθε Κυριακή βράδυ, μετά κάθε Σάββατο και Κυριακή, με επαναλήψεις κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Ήταν η «προθήκη των νέων τραγουδιών της εβδομάδας» και η μουσική υπόκρουση στην ζωή μικρών και μεγάλων που έβγαλαν το λύκειο και το γυμνάσιο, το πανεπιστήμιο και το στρατό, παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες ακούγοντας το ίδιο πρόγραμμα, με τον ίδιο οικοδεσπότη.
Η «Χρυσή Δισκοθήκη» σταμάτησε το 1988 αθόρυβα, όταν ένιωσε ότι ο ρόλος της είχε ολοκληρωθεί. Την εποχή που άρχισαν να βγαίνουν στον αέρα οι πρώτοι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί και η μουσική ενημέρωση ήταν πλέον εύκολη, άφθονη και προσιτή στον καθένα.
Στο διάστημα αυτό εκατοντάδες διάσημα ονόματα του πενταγράμμου ακούστηκαν να μιλάνε από την «Χρυσή Δισκοθήκη». Η Σερλυ Μπασσυ τραγούδησε για τους Έλληνες φίλους της, χωρίς μουσική συνοδεία, το Goldfinger, ο πολυβραβευμένος στιχουργός Sammy Cahn αποκάλυψε πως κέρδισε τέσσερα Όσκαρ, η άγνωστη (το 1970) Νάταλι Κόουλ μίλησε για τον σπουδαίο πατέρα της Nat King Cole, o Ray Conniff εξήγησε το μυστικό της επιτυχίας των ενορχηστρώσεων του, o Sergio Endrigo και ο Domenico Modugno μίλησαν για το ιταλικό τραγούδι…Ο κατάλογος φαίνεται ατελείωτος σήμερα.
Στα είκοσι χρόνια της «Χρυσής Δισκοθήκης» ο οικοδεσπότης της από ανταποκριτής των πρώτων ελληνικών μουσικών εφημερίδων – περιοδικών «Δισκοθήκη» και «Μοντέρνοι Ρυθμοί» έγινε ανταποκριτής του Billboard (για μια δεκαετία), του Music Week και του Record Mirror, μέλος της FIDOF (Διεθνούς Ομοσπονδίας Φεστιβαλικων Οργανώσεων), στιχουργός δεκάδων τραγουδιών όπως «Μικρή Ντηλαϊλα» και «Έλα» (που ηχογράφησε η Τζιλιόλα Τσινκουέτι), κα.
Υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που νοσταλγούν την «Χρυσή Δισκοθήκη». Αλλά ίσως περισσότερο απ’όλα νοσταλγούν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους.
Λευτέρης Κογκαλίδης
No comments:
Post a Comment