Εκτός από τα ρούχα, τον πλούτο και τις επιδείξεις μόδας, τι άλλο κοινό μπορεί να έχουν η Madonna, o μόδιστρος Valentino και η οικογένεια Λάτση; Όλοι τους περνούν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές σε μια ελιτίστικη πόλη των Άλπεων, στην οποία για 15 μόλις ημέρες το χρόνο οι κάτοικοι της αυξάνονται από τις 9.200 σε 30.000. Ως εκεί όμως… Δεν θα μπορούσε κανείς παραπάνω!
Άλλωστε, είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς τη ζωή στο ακριβοθώρητο Γκστάαντ αν δεν περάσει εκεί έστω μία περίοδο των Χριστουγέννων ή αν δεν καταφέρει να βρεθεί, έστω και για λίγα λεπτά της ώρας, στο περίφημο χριστουγεννιάτικο πάρτυ-θεσμό του δισεκατομμυριούχου Maurice Amon, της ελβετικής τραπεζικής φίρμας Sipca.Εκεί, σε μια τεράστια αίθουσα με θέα τις ελβετικές Άλπεις, οι σαμπάνιες χωρίς «ύφαλο» στοιβάζονται κατά εκατοντάδες η μία δίπλα στην άλλη, τα τραπέζια είναι πλήρως καλυμμένα από εντυπωσιακές, πολύχρωμες σαλάτες με χαβιάρι και σολομό, τα χριστουγεννιάτικα ψητά αχνίζουν στους βελούδινους μπουφέδες με τα επίχρυσα μαχαιροπίρουνα και πανάκριβα πούρα Αβάνας προσφέρονται σαν κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Ακόμα και η Madonna, με την τσαντισμένη κόρη της, την Lourdes, φεύγοντας από ένα τέτοιο πάρτι, είχε δηλώσει εκστασιασμένη, «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει…».
Άλλωστε, είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς τη ζωή στο ακριβοθώρητο Γκστάαντ αν δεν περάσει εκεί έστω μία περίοδο των Χριστουγέννων ή αν δεν καταφέρει να βρεθεί, έστω και για λίγα λεπτά της ώρας, στο περίφημο χριστουγεννιάτικο πάρτυ-θεσμό του δισεκατομμυριούχου Maurice Amon, της ελβετικής τραπεζικής φίρμας Sipca.Εκεί, σε μια τεράστια αίθουσα με θέα τις ελβετικές Άλπεις, οι σαμπάνιες χωρίς «ύφαλο» στοιβάζονται κατά εκατοντάδες η μία δίπλα στην άλλη, τα τραπέζια είναι πλήρως καλυμμένα από εντυπωσιακές, πολύχρωμες σαλάτες με χαβιάρι και σολομό, τα χριστουγεννιάτικα ψητά αχνίζουν στους βελούδινους μπουφέδες με τα επίχρυσα μαχαιροπίρουνα και πανάκριβα πούρα Αβάνας προσφέρονται σαν κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Ακόμα και η Madonna, με την τσαντισμένη κόρη της, την Lourdes, φεύγοντας από ένα τέτοιο πάρτι, είχε δηλώσει εκστασιασμένη, «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει…».
Το Γκστάαντ αυτή την εποχή είναι πράγματι μαγικό. Ο αλπικός αέρας που συνήθως κοκαλώνει τα πάντα στο πέρασμα του γίνεται πιο «ευγενής» και πιο «μαλθακός» στους εύπορους φιλοξενούμενους του. Όμως για 11 και κάτι μήνες το χρόνο, η γραφική πόλη της γερμανόφωνης πλευράς του Καντονιού της Βέρνης, κινείται σε νηφάλιους, σχεδόν «νυσταγμένους» ρυθμούς, έχοντας να επιδείξει εκθέσεις παραδοσιακού πλεξίματος, το βραβευμένο αλπικό μέλι της και κάποιες από τις κορυφαίες ράτσες βοειδών που εκτρέφονται στους πρόποδες των βουνών. Το μόνο «ζωντανό» σημείο του Γκστάαντ για 350 ημέρες είναι ο κινηματογράφος της περιοχής, o φημισμένος Alpina, ενώ ένα μόλις τοπικό μηνιαίο περιοδικό, το GstaadLife, ασχολείται με τις διοργανώσεις δραστηριοτήτων στο χιόνι και τις καταστροφές στις πελώριες σημύδες, στα πανύψηλα δέντρα των 25 μέτρων, σήματα κατατεθέν του απαράμιλλου φυσικού κάλλους της περιοχής.
Για 15 όμως ημέρες του Δεκεμβρίου και του Ιανουαρίου, η πεζή καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης πηγαίνει στο ξύλινο «κρεβάτι» της και το Γκστάαντ βάζει τον κόκκινο βελούδινο μανδύα της διπλής ζωής του: Όλη η πόλη ετοιμάζεται για την πιο λαμπερή υποδοχή των πλουσιότερων ανθρώπων στον πλανήτη, μεταξύ των οποίων -σίγουρα- και του απόλυτου κροίσου. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι τέτοια εποχή στον ευρύτερο Δήμο του Saanen, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων και άνω, περισσότεροι από 17.000 εποχιακοί εργαζόμενοι καλούνται να εξυπηρετήσουν πάνω από 6.000 επισκέπτες, κάποιοι από τους οποίους απλοί… εκατομμυριούχοι VIPs αλλά και δισεκατομμυριούχοι με τη συνοδεία τους. Ακόμα και ο Alpina, ο πολυτελής κινηματογράφος αλλάζει το πρόγραμμα του με ταινίες τελευταίας προβολής αλλά και παλαιότερες που έχουν να κάνουν με τον Γκστάαντ, όπως την «Επιστροφή του Ροζ Πάνθηρα» που γυρίστηκε το 1975 στο φημισμένο Gstaad Palace.
Μέχρι το 1916 το Γκστάαντ ήταν απλά γνωστό ως το «επόμενο St. Moritz», καθώς η απευθείας σιδηροδρομική σύνδεση του Montreux με την πόλη, η οποία εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο του 1904, είχε ξεκινήσει να τελειοποιείται και πλέον σπανίως το ταξίδι έκρυβε δυσάρεστες εκπλήξεις.
Αν και το Γκστάαντ πάντα υστερούσε σε νυχτερινή ζωή και απουσίαζε και η στάμπα των Ολυμπιακών Αγώνων σε σχέση με την ανταγωνίστρια του πόλη στα ανατολικά, είχε ένα ακριβοθώρητο ατού που δεν έβρισκες στο St. Moritz. Το ξακουστό Le Rosey. Εκεί, που οι καλύτερες και πλουσιότερες οικογένειες στον κόσμο έστελναν τους γόνους τους είτε για σπουδές είτε για χειμερινή κατασκήνωση και που στα σαλέ του φοίτησαν από τον Πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό ως τον τελευταίο Σεΐχη του Ιράν και τον Αγά Χαν. Το γεγονός αυτό συνέβαλε τα μέγιστα ώστε μεγαλώνοντας όλοι αυτοί οι γόνοι πλουσίων να συνδεθούν απόλυτα με την περιοχή και να θεωρούν το Γκστάαντ μέχρι σήμερα ένα κομμάτι της ζωής τους άρρηκτα δεμένο με τα καλύτερα τους χρόνια και τις νεανικές τους τρέλες.
Αν και το Γκστάαντ πάντα υστερούσε σε νυχτερινή ζωή και απουσίαζε και η στάμπα των Ολυμπιακών Αγώνων σε σχέση με την ανταγωνίστρια του πόλη στα ανατολικά, είχε ένα ακριβοθώρητο ατού που δεν έβρισκες στο St. Moritz. Το ξακουστό Le Rosey. Εκεί, που οι καλύτερες και πλουσιότερες οικογένειες στον κόσμο έστελναν τους γόνους τους είτε για σπουδές είτε για χειμερινή κατασκήνωση και που στα σαλέ του φοίτησαν από τον Πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό ως τον τελευταίο Σεΐχη του Ιράν και τον Αγά Χαν. Το γεγονός αυτό συνέβαλε τα μέγιστα ώστε μεγαλώνοντας όλοι αυτοί οι γόνοι πλουσίων να συνδεθούν απόλυτα με την περιοχή και να θεωρούν το Γκστάαντ μέχρι σήμερα ένα κομμάτι της ζωής τους άρρηκτα δεμένο με τα καλύτερα τους χρόνια και τις νεανικές τους τρέλες.
Στην ουσία, το Γκστάαντ άρχισε να αποκτά την φήμη του πιο ελιτίστικου χειμερινού θερέτρου όταν κάποιοι από τους διασημότερους σταρς του Χόλιγουντ άρχισαν να το επισκέπτονται για τις διακοπές τους. Richard Burton, Liz Taylor, Brigitte Bardot, Louis Armstrong, Marlene Dietrich και Roger Moore ανέδειξαν όλη αυτή τη μαγική περιοχή στις Άλπεις δημιουργώντας παγκοσμίως την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα λαμπερό θέρετρο για εντυπωσιακά όμορφους ανθρώπους.
Όπως το St. Moritz έτσι και το Γκστάαντ έχει το δικό του ξενοδοχείο-Παλάτι. Με ιδιοκτήτες την περίφημη δυναστεία των ξενοδόχων Scherz, τα μέλη της οποίας ζουν και εργάζονται και οι ίδιοι στην αξίας δισεκατομμυρίων επιχείρηση τους, το Gstaad Palace αποτελεί τη μοναδική επιλογή των jet-setters που δεν διαθέτουν το δικό τους σαλέ στην περιοχή.
Το εντυπωσιακό ξενοδοχείο, που ορθώνεται επιβλητικά σαν πέτρινος πύργος στην κορυφή της πόλης βγαλμένος στην κυριολεξία από σελίδες παραμυθιών με νεράιδες, πριγκίπισσες και δράκους, άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στις 8 Δεκεμβρίου του 1913. Με κλεισμένα τα δωμάτια του για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά σε βάθος σχεδόν τριετίας, το Gstaad Palace υπήρξε από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του υπερπολυτελές, χωρίς ποτέ να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα και στις υπηρεσίες λόγω… εξωφρενικού κόστους. Μάλιστα, ήταν σχεδόν το πρώτο που διέθετε κεντρική θέρμανση για όλα τα δωμάτια του και υπερσύγχρονο -για την εποχή- τηλεφωνικό κέντρο.
Το Παλάτι του Γκστάαντ παίζει κυρίαρχο ρόλο στη διπλή ζωή της πόλης: Από την επιβλητική είσοδο του ξεκινά ένας από τους κύριους πεζόδρομους που οδηγεί κατηφορικά στο κέντρο με τις μπουτίκ των Louis Vuitton, Hermes, Cartier, Gucci, Prada και Trois Pommes να μαγνητίζουν την προσοχή των περιπατητών, ενώ παντού υπάρχουν καταστήματα με σοκολάτες, κρασιά αλλά και με τοπικά προϊόντα της περιοχής. Στο τέλος του πεζόδρομου, είναι το ξενοδοχείο Olden, ένα στέκι διασημοτήτων από τη δεκαετία του 1960, του οποίου η παραδοσιακή πρόσοψη το κάνει να μοιάζει περισσότερο με ντεμοντέ ελβετικό εστιατόριο από ξενοδοχείο.
Στο τέρμα, είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός, εκεί από όπου όλες τις ώρες καταφθάνουν κατά εκατοντάδες από τις γειτονικές πόλεις ολόκληρες στρατιές εργαζομένων στις τουριστικές επιχειρήσεις του Γκστάαντ, όχι όμως του Gstaad Palace. Στο τελευταίο, κανένα μέλος του προσωπικού δεν μένει εκτός ξενοδοχείου, καθώς με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται -εν μέρει πάντα- η εχεμύθεια σχετικά με τους εύπορους φιλοξενούμενους του.
Στο Palace, οι εργαζόμενοι καλούνται σιωπηλά και με απόλυτη μυστικότητα να εξυπηρετούν όλες τις ανάγκες των πελατών ανά πάσα στιγμή, από τις παραδόσεις προσωπικών μηνυμάτων μέχρι την ατομική εκγύμναση, τα καθημερινά μασάζ και την εύρεση στα 1.000 μέτρα υψόμετρο φρέσκου οργανικού κατσικίσιου γάλακτος. Οι περισσότεροι μάλιστα εργάζονται 13 ή 14 ώρες την ημέρα, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα ρεπό, τουλάχιστον για το συγκεκριμένο 10ήμερο, καθώς για την εξυπηρέτηση 104 δωματίων το ξενοδοχείο διαθέτει έως και 300 άτομα προσωπικό έτσι ώστε τα Χριστούγεννα να μείνουν αξέχαστα στους φιλοξενούμενους του.
Στο Palace, οι εργαζόμενοι καλούνται σιωπηλά και με απόλυτη μυστικότητα να εξυπηρετούν όλες τις ανάγκες των πελατών ανά πάσα στιγμή, από τις παραδόσεις προσωπικών μηνυμάτων μέχρι την ατομική εκγύμναση, τα καθημερινά μασάζ και την εύρεση στα 1.000 μέτρα υψόμετρο φρέσκου οργανικού κατσικίσιου γάλακτος. Οι περισσότεροι μάλιστα εργάζονται 13 ή 14 ώρες την ημέρα, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα ρεπό, τουλάχιστον για το συγκεκριμένο 10ήμερο, καθώς για την εξυπηρέτηση 104 δωματίων το ξενοδοχείο διαθέτει έως και 300 άτομα προσωπικό έτσι ώστε τα Χριστούγεννα να μείνουν αξέχαστα στους φιλοξενούμενους του.
Το προσωπικό του Gstaad Palace σπανίως αλλάζει. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους βρίσκονται στις υπηρεσίες της οικογένειας Scherz για περισσότερα από 10-15 χρόνια και η όποια ανανέωση ξεκινάει πάντα από τα χαμηλά κλιμάκια. Αν και οι μισθοί είναι εξαιρετικά υψηλοί, οι κανόνες στο ξενοδοχείο είναι ιδιαιτέρως αυστηροί, καθώς η καθημερινότητα του προσωπικού θα πρέπει να διατηρείται μακριά από τους επισκέπτες. Για παράδειγμα, μπορούν να διασκεδάζουν σε ένα από τα 15 νυχτερινά κέντρα διασκέδασης της πόλης, αλλά τα εστιατόρια και μπαρ του ξενοδοχείου, συμπεριλαμβανομένου και του Greengo στο Palace, είναι εντελώς εκτός ορίων. Επίσης, απαγορεύεται αυστηρά η οποία προσωπική επαφή με τους φιλοξενούμενους, ενώ και το αλκοόλ κατά τις ώρες εργασίας είναι λόγος απόλυσης.
Δεν υπάρχει τίποτα στη Γη που να μην μπορεί κάποιος να βρει στο Gstaad Palace την περίοδο των Χριστουγέννων. Ακόμα και για το περίφημο μπλακάουτ στην πόλη, το 1999, τότε που έπειτα από τις ισχυρές χιονοπτώσεις όλη η περιοχή είχε μείνει χωρίς ρεύμα από τις 26 έως τις 31 Δεκεμβρίου, σήμερα περισσότερες από 300 γεννήτριες ηλεκτρικού ρεύματος είναι ικανές να φωταγωγήσουν ολόκληρη την αλπική κοιλάδα, φροντίζοντας να μείνουν ανεπηρέαστες οι διακοπές και η ψυχαγωγία των εύπορων καλεσμένων της.
Κάθε χρόνο, στις 9 Ιανουαρίου, όταν και οι τελευταίοι Ρώσοι ολιγάρχες εγκαταλείπουν με τα προσωπικά τους αεροσκάφη το αεροδρόμιο Gstaad-Saanen (τα Χριστούγεννα του Παλαιού Ημερολογίου εορτάζονται στις 7 Ιανουαρίου), το Γκστάαντ επιστρέφει αργά αλλά σταθερά στους κανονικούς ρυθμούς του. Οι περισσότεροι από τους 17.000 εποχιακοί εργαζόμενοι εγκαταλείπουν ξανά τα γύρω χωριά, οι κανονικοί τουρίστες επιστρέφουν τα Σαββατοκύριακα, ο κινηματογράφος παίζει ξανά επαναλήψεις και το GstaadLife έχει ξανά πρωτοσέλιδο τα «πολλά σπασμένα λαμπάκια από βανδάλους στο δέντρο της φρόιλαϊν Μπριγκίτ».
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙK ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΕΘΟΣ
No comments:
Post a Comment