Η έκθεση Welcome, είναι μια περιοδική έκθεση της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης, που παρουσιάζει τα πιο πρόσφατα έργα από τη συλλογή της. Εικαστικοί με διαφορετικές αφετηρίες και προβληματισμούς, συνυπάρχουν, και αυτή τους η συνύπαρξη καταγράφεται ως ένας χάρτης -αποσπασματικός αλλά χάρτης -, του σύγχρονου εικαστικού τοπίου. Ποιο είναι το νήμα που συνδέει τις διαφορετικές ιστορίες που αφηγούνται εικαστικά οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες? Ισχυρή αναφορά, ανιχνεύσιμη και ορατή ή μεταμφιεσμένη και υπαινικτική, είναι το προσωπικό τους βίωμα που μεταφράζουν σε συλλογικό με μέσα και υλικά εικαστικά.
Η Ιταλίδα Marisa Zattini, εικαστικός και ποιήτρια, φιλοτεχνεί με μελάνι πάνω σε παλιά κείμενα, χρονολογημένα μεταξύ του 1800 και του 1833, έργα αφιερωμένα στην έννοια της φαντασίας και της συνάντησής της με τη φύση, καταγράφοντας έναν διάλογο μεταξύ των ταυτοτήτων και της ιστορίας, με μια τεχνική που συνδυάζει το μελάνι με φύλλα αλουμινίου-καθρέφτη. Το έργο, από την τελευταία ενότητα της σειράς, Fragilis Mortalitas, συντίθεται από κλεψύδρες αποτελούμενες από μικρά αστέρια, ώστε να καθορίσει την επονομαζόμενη Ώρα των αστεριών (Starry time).
Η Maja Djuric, προμηθεύεται την πρώτη ύλη της από τα “σκουπίδια” της Θεσσαλονίκης, κυρίως έπιπλα που επιλέγει με κριτήρια συναισθηματικής εγγύτητας και αξίας, τα τεμαχίζει και τα ανασυνθέτει με αφαιρετική διάθεση. Το τελικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί μια πραγματική αποτύπωση αλλά περισσότερο την χαρτογράφηση μιας νοητικής εικόνας, ως ανάκτηση αναμνήσεων από χώρους που έχει ζήσει.
Για τους τέσσερις φωτογράφους της σειράς Κέντρο-Ένας Περίπατος στην πόλη, ο επιμελητής Ηρακλής Παπαϊωάννου, σημειώνει: “Ο Μαρίνος Τσαγκαράκης διαλέγεται από ψηλά με την πολυώροφη αρχιτεκτονική του κέντρου, καθώς στην πόλη πέφτει η νύχτα…εσωτερικά δωματίων, ταράτσες, αντανακλάσεις σε γυάλινες προσόψεις, όλα συμπλέκονται ήπια στην κάθετη διάσταση, αποκαλύπτοντας αθέατα, περίπλοκα αστικά τοπία, τα οποία διεκδικούν να είναι συγχρόνως ρητά, πεζά και ταυτόχρονα φαντασιακά, υπαινικτικά…
Τα έρημα αστικά τοπία του Βασίλη Παντελίδη ενώνει μια διακριτή ετερογένεια…ένας σταυρός στεφανώνει απρόοπτα το ακατάστατο τοπίο ενός κεντρικού δρόμου. Σε όλα αιωρείται μια ανήσυχη αίσθηση διαστρωμάτωσης, που ολισθαίνει ανύποπτα από την κυριολεξία στη μεταφορά. Η προσοχή του Πάρι Πετρίδη, μακριά από τα γλαφυρά υπερκαταστήματα του κέντρου, εστιάζεται σε μικρά μαγαζιά κάθε λογής τα οποία φωτογραφίζει με τους ιδιοκτήτες ή εργαζομένους τους. Αντίθετα από την απρόσωπη αίσθηση που επικάθεται συνήθως ως κρούστα πάνω από ένα ιστορικό κέντρο, εδώ αναδύεται μια λανθάνουσα αίσθηση γειτονιάς, αδιόρατα ερείσματα που στοιχειοθετούν τόπο μέσα από την κοινοτοπία. Η αναφορά του ονόματος κάθε εικονιζόμενου δίνει διακριτικά προσωπικό τόνο, ενώ το μετωπικό βλέμμα τεκμαίρει τη φιλική συναίνεση στη φωτογραφική πράξη. Οι φωτογραφίες του Πετρίδη προτείνουν τελικά το κέντρο ως ιδιόμορφο άθροισμα προσωπικών, επιμέρους συνιστωσών.
Η Βίκη Γεωργίου απομονώνει μορφές και σκηνές από την τυρβώδη καθημερινότητα της πόλης: εργάτες του Δήμου, περαστικοί τουρίστες, κοπέλες στο κλασικό, για γενιές ολόκληρες, ραντεβού της Καμάρας (όπου κανείς ακούσια συναντάται επίσης με τη σκιά της Ιστορίας), μια νεαρή σερβιτόρα, η στρατιωτική μπάντα στο τυπικό έπαρσης και υποστολής της σημαίας. Η ανόργανη ύλη, σμιλεμένη επιδέξια από το ανθρώπινο χέρι σε αγάλματα και μνημεία και σημαδεμένη ανάγλυφα από το χρόνο, εμπλέκεται αντιστικτικά στις φωτογραφίες της με την εφήμερη ανθρώπινη ύπαρξη, τα ενίοτε ευγενικά αμήχανα βλέμματα.”
Για τον Γιάννη Μπόλη, Ιστορικό Τέχνης, “Η γραφή του Μανώλη Χάρου αναδύεται µε ευαίσθητες και συμβολικές νύξεις, ως σελίδες ενός αυστηρά προσωπικού, ιδιότυπου ημερολογίου. Ένας κόσμος ονειρικός, υπαινικτικός και καθηλωτικός αποκαλύπτεται στα έργα του, που αναπτύσσονται µε ρυθμό και συγκίνηση, αντανακλούν έναν εσωτερικό τρόπο βίωσης των καταστάσεων, δίνουν την εντύπωση ότι πηγάζουν από το υποσυνείδητο, απεικάζουν τη ζωτική του σχέση µε τον κόσμο, μεταπλάθουν τα ερεθίσματα και τις μνήμες σε πλαστικά επεισόδια που, αν και αποδομούν και αφίστανται της οπτικής πραγματικότητας, συγχρόνως την εµπεριέχουν και τη µετασχηµατίζουν.”
Η Katie West, Αυστραλή εικαστικός με Yindjibarndi καταγωγή, θεωρεί το έργο της ως το προσωπικό της αντίδοτο στις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας. Με υλικό από την τοπική χλωρίδα, και κύρια μέσα τις εγκαταστάσεις, τις εκτυπώσεις και τις performances, καταθέτει τη δική της εκδοχή της αυστραλιανής εθνικής ταυτότητας, αποδομώντας τα στερεότυπα και αναδεικνύοντας τις αυτόχθονες απόψεις και τον πολιτισμό των αυτοχθόνων.
Η Εγκράτεια Ρούμπου επεμβαίνει ζωγραφικά σε κείμενα, προσθέτει και αφαιρεί λέξεις και φράσεις, μια γραφή αυτόματη, σε μια διαδικασία διαλογισμού και εικαστικού εξαγνισμού. Στο δρόμο της εσωτερικής βύθισης, όπως η ίδια την ονομάζει, κείμενα που αναφέρονται στην ίδια ανησυχία – Δάντης, S. Beckett, S. Kane-, εισβάλλουν στο έργο της εικαστικού και τα ίχνη τους εμφανίζονται με πολλές και διαφορετικές μορφές.
Σύμφωνα με την Σύνθια Γεροθανασίου και το έργο-αποτύπωμα της “ένα πλέγμα, ένα νεφέλωμα από νοητικές και συναισθηματικές διεργασίες μας περιβάλλει και μας συνδέει. Η Πληροφορία, που διακινείται και δημιουργεί νήματα, αλλά και διαδρομές μιας κοσμικής αόρατης δαντέλας που συνυφαίνουμε, υποδεικνύει τον αόρατο χώρο διασύνδεσης και καθημερινής, όμως, τελετουργίας εν είδει προσευχής”.
Η Ειρήνη Μωυσίδου, μεταλλάσσει την εικόνα των τομών και των επεμβάσεων πάνω στο ανθρώπινο δέρμα σε εικαστική πραγματικότητα και δημιουργεί εικαστικές κατασκευές με χρώμα, ύφασμα και νήμα.
Η Μαριάννα Ιγνατάκη πραγματεύεται θέματα φύλου, ταυτότητας, ετερότητας και αποκλεισμού, μέσα από μορφές που αγγίζουν παράλληλα το όμορφο και το γκροτέσκο. Μορφές κυρίαρχες και κυριαρχικές, χωρίς σημάδια ευαλωτότητας, κρύβονται ή αποκαλύπτονται μέσα από μάσκες ή πίσω από μαλλιά, ενώ έννοιες όπως το γελοίο και το τρομερό συνυπάρχουν και εναλλάσσονται. Με αναφορές στην κινεζική φιλοσοφία και παράδοση, σε γενειοφόρες κυρίες και μαλλιανθρώπους, στο τσίρκο αλλά και στην όπερα, το έργο της μας βάζει σε έναν κόσμο όπου το “διαφέρειν” δεν αποτελεί μόνο το θέμα κάποιου αστικού μύθου, κλισέ ή καρναβαλικής μεταμφίεσης, το αντικείμενο ανθρωπολογικής περιέργειας ή γελοιοποίησης, αλλά και μια νέα κανονικότητα.
Στο έργο του Χάρη Αναστασιάδη κυριαρχούν οι χειρονομιακές πρακτικές. Η εκτεταμένη χρήση του κάρβουνου καθορίζει την υφή και την υλική υπόσταση. Το κάρβουνο είναι το υλικό σώμα του μη όντος, αυτού που η καύση οδήγησε από την κατάσταση της ύπαρξης στην κατάσταση του θανάτου. Μαζί με αυτά τα δομικά στοιχεία, η απουσία του χρώματος, η κυριαρχία του μαύρου, η γεωμετρικότητα, η χρήση υλικών όπως η πέτρα, το κερί, το σαπούνι, το σύρμα, ο σπάγκος, τα καρφιά και οι βελόνες και η επανάληψη της λέξης “κάθαρσις”, συγκροτούν τη δική του πρόταση ερμηνείας για την ανάγνωση του εικαστικού του έργου, αφού σύμφωνα με τον ίδιο “η εμμονική επανάληψη της λέξης αυτής υποβάλλει ένα νοηματικό φίλτρο ακόμη και για τα έργα στα οποία δεν υπάρχει γραμμένη”.
Η Olga Cironis, ελληνικής καταγωγής Αυστραλή εικαστικός, που ερευνά – με εκκίνηση τη μνήμη και την ιστορία- τη σημασία της συμμετοχής στο περιβάλλον της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Αποδομεί τους ορισμούς της προσωπικής και πολιτιστικής ταυτότητας, διερευνώντας τη σχέση μεταξύ ταυτότητας και τόπου, ιστορίας και πολιτισμού. Ξεκινώντας από τον εαυτό της ως θέμα, συγκεντρώνει καθημερινά αντικείμενα, που φορτωμένα με συμβολικές σημασίες και νοσταλγία, στις εγκαταστάσεις της γίνονται ιστορίες για την ετερότητα, τη μνήμη, την ταυτότητα και τα ταμπού, το προσωπικό και το συλλογικό και αναδεικνύουν μια άλλη αφήγηση, που δίνει φωνή σε άλλες ερμηνείες της σημασίας να ανήκεις κάπου.
O Βασίλης Γκόκας, με τη σειρά έργων του Retapestry, ανακυκλώνει παλιά σταμπωτά κεντήματα, που συλλέγει από το 2011 έως σήμερα. Προκαλούν το ενδιαφέρον του, για την υλικότητά τους -πολύχρωμες ανεξίτηλες κλωστές-, τη χειρονακτική εργασία, το φύλο και τη μετανάστευση, αφού πολλά προέρχονται από σπίτια Ευρωπαίων που μετανάστευσαν στην Αυστραλία μεταπολεμικά. Συνδέονται επίσης με τη μνήμη και την οικογενειακή ιστορία, ανακαλώντας την ατμόσφαιρα σπιτιών περασμένων δεκαετιών, όπου παρόμοια κάδρα είχαν περίοπτη θέση. Κρατά στοιχεία από την αρχική παράσταση και εντέλει συνθέτει, με διάθεση ανανέωσης και νέας πνοής το “φθαρμένο” πρωτογενές υλικό του.
Η Maja Djuric, προμηθεύεται την πρώτη ύλη της από τα “σκουπίδια” της Θεσσαλονίκης, κυρίως έπιπλα που επιλέγει με κριτήρια συναισθηματικής εγγύτητας και αξίας, τα τεμαχίζει και τα ανασυνθέτει με αφαιρετική διάθεση. Το τελικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί μια πραγματική αποτύπωση αλλά περισσότερο την χαρτογράφηση μιας νοητικής εικόνας, ως ανάκτηση αναμνήσεων από χώρους που έχει ζήσει.
Για τους τέσσερις φωτογράφους της σειράς Κέντρο-Ένας Περίπατος στην πόλη, ο επιμελητής Ηρακλής Παπαϊωάννου, σημειώνει: “Ο Μαρίνος Τσαγκαράκης διαλέγεται από ψηλά με την πολυώροφη αρχιτεκτονική του κέντρου, καθώς στην πόλη πέφτει η νύχτα…εσωτερικά δωματίων, ταράτσες, αντανακλάσεις σε γυάλινες προσόψεις, όλα συμπλέκονται ήπια στην κάθετη διάσταση, αποκαλύπτοντας αθέατα, περίπλοκα αστικά τοπία, τα οποία διεκδικούν να είναι συγχρόνως ρητά, πεζά και ταυτόχρονα φαντασιακά, υπαινικτικά…
Τα έρημα αστικά τοπία του Βασίλη Παντελίδη ενώνει μια διακριτή ετερογένεια…ένας σταυρός στεφανώνει απρόοπτα το ακατάστατο τοπίο ενός κεντρικού δρόμου. Σε όλα αιωρείται μια ανήσυχη αίσθηση διαστρωμάτωσης, που ολισθαίνει ανύποπτα από την κυριολεξία στη μεταφορά. Η προσοχή του Πάρι Πετρίδη, μακριά από τα γλαφυρά υπερκαταστήματα του κέντρου, εστιάζεται σε μικρά μαγαζιά κάθε λογής τα οποία φωτογραφίζει με τους ιδιοκτήτες ή εργαζομένους τους. Αντίθετα από την απρόσωπη αίσθηση που επικάθεται συνήθως ως κρούστα πάνω από ένα ιστορικό κέντρο, εδώ αναδύεται μια λανθάνουσα αίσθηση γειτονιάς, αδιόρατα ερείσματα που στοιχειοθετούν τόπο μέσα από την κοινοτοπία. Η αναφορά του ονόματος κάθε εικονιζόμενου δίνει διακριτικά προσωπικό τόνο, ενώ το μετωπικό βλέμμα τεκμαίρει τη φιλική συναίνεση στη φωτογραφική πράξη. Οι φωτογραφίες του Πετρίδη προτείνουν τελικά το κέντρο ως ιδιόμορφο άθροισμα προσωπικών, επιμέρους συνιστωσών.
Η Βίκη Γεωργίου απομονώνει μορφές και σκηνές από την τυρβώδη καθημερινότητα της πόλης: εργάτες του Δήμου, περαστικοί τουρίστες, κοπέλες στο κλασικό, για γενιές ολόκληρες, ραντεβού της Καμάρας (όπου κανείς ακούσια συναντάται επίσης με τη σκιά της Ιστορίας), μια νεαρή σερβιτόρα, η στρατιωτική μπάντα στο τυπικό έπαρσης και υποστολής της σημαίας. Η ανόργανη ύλη, σμιλεμένη επιδέξια από το ανθρώπινο χέρι σε αγάλματα και μνημεία και σημαδεμένη ανάγλυφα από το χρόνο, εμπλέκεται αντιστικτικά στις φωτογραφίες της με την εφήμερη ανθρώπινη ύπαρξη, τα ενίοτε ευγενικά αμήχανα βλέμματα.”
Για τον Γιάννη Μπόλη, Ιστορικό Τέχνης, “Η γραφή του Μανώλη Χάρου αναδύεται µε ευαίσθητες και συμβολικές νύξεις, ως σελίδες ενός αυστηρά προσωπικού, ιδιότυπου ημερολογίου. Ένας κόσμος ονειρικός, υπαινικτικός και καθηλωτικός αποκαλύπτεται στα έργα του, που αναπτύσσονται µε ρυθμό και συγκίνηση, αντανακλούν έναν εσωτερικό τρόπο βίωσης των καταστάσεων, δίνουν την εντύπωση ότι πηγάζουν από το υποσυνείδητο, απεικάζουν τη ζωτική του σχέση µε τον κόσμο, μεταπλάθουν τα ερεθίσματα και τις μνήμες σε πλαστικά επεισόδια που, αν και αποδομούν και αφίστανται της οπτικής πραγματικότητας, συγχρόνως την εµπεριέχουν και τη µετασχηµατίζουν.”
Η Katie West, Αυστραλή εικαστικός με Yindjibarndi καταγωγή, θεωρεί το έργο της ως το προσωπικό της αντίδοτο στις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας. Με υλικό από την τοπική χλωρίδα, και κύρια μέσα τις εγκαταστάσεις, τις εκτυπώσεις και τις performances, καταθέτει τη δική της εκδοχή της αυστραλιανής εθνικής ταυτότητας, αποδομώντας τα στερεότυπα και αναδεικνύοντας τις αυτόχθονες απόψεις και τον πολιτισμό των αυτοχθόνων.
Η Εγκράτεια Ρούμπου επεμβαίνει ζωγραφικά σε κείμενα, προσθέτει και αφαιρεί λέξεις και φράσεις, μια γραφή αυτόματη, σε μια διαδικασία διαλογισμού και εικαστικού εξαγνισμού. Στο δρόμο της εσωτερικής βύθισης, όπως η ίδια την ονομάζει, κείμενα που αναφέρονται στην ίδια ανησυχία – Δάντης, S. Beckett, S. Kane-, εισβάλλουν στο έργο της εικαστικού και τα ίχνη τους εμφανίζονται με πολλές και διαφορετικές μορφές.
Σύμφωνα με την Σύνθια Γεροθανασίου και το έργο-αποτύπωμα της “ένα πλέγμα, ένα νεφέλωμα από νοητικές και συναισθηματικές διεργασίες μας περιβάλλει και μας συνδέει. Η Πληροφορία, που διακινείται και δημιουργεί νήματα, αλλά και διαδρομές μιας κοσμικής αόρατης δαντέλας που συνυφαίνουμε, υποδεικνύει τον αόρατο χώρο διασύνδεσης και καθημερινής, όμως, τελετουργίας εν είδει προσευχής”.
Η Ειρήνη Μωυσίδου, μεταλλάσσει την εικόνα των τομών και των επεμβάσεων πάνω στο ανθρώπινο δέρμα σε εικαστική πραγματικότητα και δημιουργεί εικαστικές κατασκευές με χρώμα, ύφασμα και νήμα.
Η Μαριάννα Ιγνατάκη πραγματεύεται θέματα φύλου, ταυτότητας, ετερότητας και αποκλεισμού, μέσα από μορφές που αγγίζουν παράλληλα το όμορφο και το γκροτέσκο. Μορφές κυρίαρχες και κυριαρχικές, χωρίς σημάδια ευαλωτότητας, κρύβονται ή αποκαλύπτονται μέσα από μάσκες ή πίσω από μαλλιά, ενώ έννοιες όπως το γελοίο και το τρομερό συνυπάρχουν και εναλλάσσονται. Με αναφορές στην κινεζική φιλοσοφία και παράδοση, σε γενειοφόρες κυρίες και μαλλιανθρώπους, στο τσίρκο αλλά και στην όπερα, το έργο της μας βάζει σε έναν κόσμο όπου το “διαφέρειν” δεν αποτελεί μόνο το θέμα κάποιου αστικού μύθου, κλισέ ή καρναβαλικής μεταμφίεσης, το αντικείμενο ανθρωπολογικής περιέργειας ή γελοιοποίησης, αλλά και μια νέα κανονικότητα.
Στο έργο του Χάρη Αναστασιάδη κυριαρχούν οι χειρονομιακές πρακτικές. Η εκτεταμένη χρήση του κάρβουνου καθορίζει την υφή και την υλική υπόσταση. Το κάρβουνο είναι το υλικό σώμα του μη όντος, αυτού που η καύση οδήγησε από την κατάσταση της ύπαρξης στην κατάσταση του θανάτου. Μαζί με αυτά τα δομικά στοιχεία, η απουσία του χρώματος, η κυριαρχία του μαύρου, η γεωμετρικότητα, η χρήση υλικών όπως η πέτρα, το κερί, το σαπούνι, το σύρμα, ο σπάγκος, τα καρφιά και οι βελόνες και η επανάληψη της λέξης “κάθαρσις”, συγκροτούν τη δική του πρόταση ερμηνείας για την ανάγνωση του εικαστικού του έργου, αφού σύμφωνα με τον ίδιο “η εμμονική επανάληψη της λέξης αυτής υποβάλλει ένα νοηματικό φίλτρο ακόμη και για τα έργα στα οποία δεν υπάρχει γραμμένη”.
Η Olga Cironis, ελληνικής καταγωγής Αυστραλή εικαστικός, που ερευνά – με εκκίνηση τη μνήμη και την ιστορία- τη σημασία της συμμετοχής στο περιβάλλον της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Αποδομεί τους ορισμούς της προσωπικής και πολιτιστικής ταυτότητας, διερευνώντας τη σχέση μεταξύ ταυτότητας και τόπου, ιστορίας και πολιτισμού. Ξεκινώντας από τον εαυτό της ως θέμα, συγκεντρώνει καθημερινά αντικείμενα, που φορτωμένα με συμβολικές σημασίες και νοσταλγία, στις εγκαταστάσεις της γίνονται ιστορίες για την ετερότητα, τη μνήμη, την ταυτότητα και τα ταμπού, το προσωπικό και το συλλογικό και αναδεικνύουν μια άλλη αφήγηση, που δίνει φωνή σε άλλες ερμηνείες της σημασίας να ανήκεις κάπου.
O Βασίλης Γκόκας, με τη σειρά έργων του Retapestry, ανακυκλώνει παλιά σταμπωτά κεντήματα, που συλλέγει από το 2011 έως σήμερα. Προκαλούν το ενδιαφέρον του, για την υλικότητά τους -πολύχρωμες ανεξίτηλες κλωστές-, τη χειρονακτική εργασία, το φύλο και τη μετανάστευση, αφού πολλά προέρχονται από σπίτια Ευρωπαίων που μετανάστευσαν στην Αυστραλία μεταπολεμικά. Συνδέονται επίσης με τη μνήμη και την οικογενειακή ιστορία, ανακαλώντας την ατμόσφαιρα σπιτιών περασμένων δεκαετιών, όπου παρόμοια κάδρα είχαν περίοπτη θέση. Κρατά στοιχεία από την αρχική παράσταση και εντέλει συνθέτει, με διάθεση ανανέωσης και νέας πνοής το “φθαρμένο” πρωτογενές υλικό του.
Casa Bianca 24 Ιανουαρίου έως 4 Μαΐου 2019
Επιμέλεια Αλεξία Ξαφοπούλου, Εικαστικός | Έφορος Δημοτικής Πινακοθήκης
Χαρά Θεοχάρους, Ιστορικός Τέχνης Δημοτικής Πινακοθήκης
Χαρά Θεοχάρους, Ιστορικός Τέχνης Δημοτικής Πινακοθήκης
Casa Bianca, Βασ. Όλγας 180 και Θεμ. Σοφούλη
Τρίτη έως Παρασκευή 10.00-16.00 | Τηλ. 2313 318538, 2310 427555 | e-mail pinakothiki@thessaloniki.gr
Τρίτη έως Παρασκευή 10.00-16.00 | Τηλ. 2313 318538, 2310 427555 | e-mail pinakothiki@thessaloniki.gr
ΩΡΑ
Ιανουάριος 24 (Πέμπτη) 10:00 am - Μάιος 4 (Σάββατο) 4:00 pm
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ
Δημοτική Πινακοθήκη - Casa Bianca
Λεωφ. Βασ. Όλγας 180 & Θεμ. Σοφούλη 54646
ΦΟΡΕΑΣ
Δημοτική Πινακοθήκη ΘεσσαλονίκηςΤηλ. 231331 8538 - 2310 427555 - pinakothiki@thessaloniki.grΒασ. Όλγας 180 & Θεμ. Σοφούλη - ΤΚ. 54646
No comments:
Post a Comment