Wednesday, December 9, 2009

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ SORBET

Συνέντευξη του Λευτερη Κογκαλιδη στην Β. Κουζιώρτη
(2005)

Ήταν μαθητής στο γυμνάσιο, όταν ξεκίνησε να καταγράφει τη μουσική πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης, συμπληρώνοντας σ΄ ένα τετράδιο τους τίτλους των τραγουδιών που άκουγε από το τοπικό ραδιόφωνο. Σε πολύ λίγο χρόνο, συγκέντρωσε ένα τεράστιο όγκο από μουσικές πληροφορίες που για την εποχή εκείνη ήταν ασφαλώς πρωτοποριακό, αλλά αποτέλεσε και τη βάση για τη μετέπειτα ενασχόληση του, ως μουσικός παραγωγός.
Κύριε Κογκαλίδη, αν ξεκινήσουμε να μιλάμε για τη διαδρομή σας από την αρχή, θα σταθούμε απαραίτητα στη μουσική, που όμως έγινε η αιτία να ασχοληθείτε και με την δημοσιογραφία. Στη δημοσιογραφία μπήκα με μια στήλη παρουσίασης δίσκων και έφτασα πολύ γρήγορα να γίνω καλλιτεχνικός συντάκτης και να κλείνω την ύλη στα Κυριακάτικα φύλλα. Παράλληλα με την εφημερίδα το 1964, μου δόθηκε από τον Άλκη Στέα, μια εκπομπή με χορηγό την τότε «Ιζόλα». Ήταν μια εκπομπή με ξένα τραγούδια και ήταν και μια παρθενική απόπειρα στο φτωχό τότε τοπικό ραδιο-φωνικό πρόγραμμα. Νομίζω ότι ήταν μια σημαντική εκπομπή και μάλιστα έχει μείνει στην ιστορία, γιατί σ΄ αυτήν πρωτοπαίχτηκε και έκανε επιτυχία το «a casa di Irene». Τότε κατάλαβα την δύναμη του ραδιοφώνου, αλλά και την ανάγκη του κόσμου να ακούει καινούργια πράγματα. Το 1966, άρχισα μια συνεργασία με την ελληνική τηλεόραση(τότε ιδιωτική) σε ένα στούντιο σε κάποιο περίπτερο της Έκθεσης. Ήταν μια εκπομπή που φιλοξενούσε συνεντεύξεις καλλι-τεχνών του θεάτρου, του κινηματο-γράφου, του τραγουδιού κλπ. Η συνέχεια είχε πολύ ραδιόφωνο, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Αθήνα, πολλές εκπομπές και στην αρχή της δεκαετίας του 70, ασχολήθηκα και με την συγγραφή στοίχων.Έγραφα στοίχους για ποπ τραγούδια της εποχής, ξεκινώντας από την μικρή Ντιλάιλα που ερμήνευσε ο Τέρρυ Χρυσός και φτάνοντας να γράφω τραγούδια για τους Ολύμπιανς. Στα τέλη της δεκαετίας του 70, συνεργάστηκα με την ΥΕΝΕΔ και αργότερα με την ΕΡΤ 3, στην οποία πέρασα από όλες τις θέσεις. Αρχισυντάκτης ειδή-σεων, διευθυντής τηλεόρασης και τα τελευταία δέκα χρόνια είμαι προϊστάμενος δημοσίων και διεθνών σχέσεων.
Tο light music club και τα μουσικά προγράμματα της «φωνής της Αμερικής» ή του «Ράδιο Λουξεμβούργο» αποτέλεσαν ισχυρό έναυσμα για την μετέπειτα πορεία; Από ένα πολύ καλό καθηγητή που είχα στο κολέγιο Ανατόλια, έμαθα να αγαπάω τη μουσική και από μια εσωτερική δική μου ανάγκη, άρχισα να συλλέγω πληροφορίες που την αφορούν από έγκυρα διεθνή περιοδικά. Σε πολύ λίγο χρόνο, είχα καταγράψει όλα τα τραγούδια των ραδιοφώνων και άρχισα να ακούω και το Β πρόγραμμα των Αθηνών. Τις συναντήσεις του Light music club, τις παρακολουθούσα και εκεί πρωτοάκουσα Λουί Άμστρογκ και Ρόζ Μαρί Κλούνει. Στη «Φωνή της Αμερικής» και στο «Ράδιο Λουξεμβούργο» ανακάλυψα μοναδικά μουσικά προγράμματα. Το πιο σημαντικό είναι ότι από το 1970 έως το 1980 υπήρξα ανταποκριτής στην Ελλάδα του Billboard του μουσικού περιοδικού που είναι το Νο 1 στον κόσμο.
Η Θεσσαλονίκη, υπήρξε πάντα η βάση των δραστηριοτήτων σας.
Έχει τελικά αυτή η πόλη, χώρο για να εκφραστεί δημιουργικά κανείς;
Δεν μου έλειπε τίποτα εδώ για να χρειαστεί να πάω στην Αθήνα. Αν έχεις φαντασία και ιδέες, η Θεσσαλονίκη σου δίνει χώρο να εκφραστείς. Όταν κάθεσαι σ΄ένα γραφείο και συμπεριφέρεσαι σαν δημόσιος υπάλληλος, δεν έχεις ευκαιρίες. Εγώ από τη Θεσσαλονίκη, έγινα ανταποκριτής στο περιοδικό Billboard. Από τη Θεσσαλονίκη, έγινα πρόεδρος της πανευρωπαϊκής ένωσης περιφερειακων τηλεοπτικων σταθμών. Δεν έγινε κανένας Αθηναίος! Ναι η πόλη δεν δίνει πολλές ευκαιρίες, αλλά τι κάνει ο καθένας για να τις αυξήσει; Σ΄αυτή τη χώρα, ο καθένας εργάζεται μόνος του. Κανένας δεν συνεργάζεται.
Το «Ράδιο Νοσταλγία» έχει γράψει ιστορία. Μιλήστε μας γι αυτό
Το «Ράδιο Νοσταλγία», είναι ότι πιο σημαντικό έχω κάνει. Επέλεξα να ασχοληθώ στην εκπομπή αυτή με παλιά δυσεύρετα τραγούδια, που αφορούν την περίοδο πριν από το 1964 και ο μοναδικός όρος που έθεσα, ήταν να ακούγεται σε όλη την Ελλάδα. Η ιδέα, βασίστηκε σε μια ζωντανή εκπομπή δυο σταθμών και δύο πόλεων που θα έβαζαν εναλλάξ τραγούδια. Στην Θεσσαλονίκη, έβαζα τραγούδια εγώ και στην Αθήνα ο Γιάννης Πετρίδης. Το 2001, η εκπομπή μεγάλωσε, έγινε 4ωρη και συμμετέχουν εκτός από μας τους δυο, ο Αλέξης Κωστάλας και ο Γιώργος Παπαστεφάνου.
Μεταδίδεται από το δίκτυο της ΕΡΑ και μέσω internet, σε όλο το πλανήτη.
Πάει πολύ καλά μέχρι τώρα και έχουμε ακροατές από κάθε γωνιά του κόσμου.
Είστε στην καλλιτεχνική επιτροπή του Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης.
Φέτος είναι μια καλή στιγμή για τον θεσμό;Ο θεσμός του Φεστιβάλ δεν έχει φθαρεί, φταίνε οι κατά καιρούς υπεύθυνοι που δεν το στήριξαν όσο θα έπρεπε. Το Φεστιβάλ κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι υπόθεση του Δήμου Θεσσαλονίκης και όχι της Έκθεσης. Να το αναλάβει λοιπόν η τοπική αυτοδιοίκηση με στόχο να μεταδίδεται από κάποιους ευρωπαϊκούς σταθμούς ώστε να γίνει γνωστό και το φεστιβάλ, αλλά και η Θεσσαλονίκη. Με το φεστιβάλ τραγουδιού έχω μια προϊστορία. Από το 1962 το παρακολουθώ ως δημοσιογράφος – ρεπορτερ,κριτής, ή συμμετέχω στις επιτροπές πρόκρισης των τραγουδιών. Τα φετινά τραγούδια τα βρήκα ιδιαίτερα απαισιόδοξα.
Αναρωτιέμαι, αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα; Μια μεσογειακή χώρα είμαστε, με ήλιο, με θάλασσα. Γιατί τόση μιζέρια; Δεν είναι νομίζω αυτό, μια νέα πρόταση. Είναι ίδιο, με άλλες χρονιές. Περίμενα κάτι περισσότερο. Για μένα είναι λυπηρό επίσης το γεγονός, ότι φεύγει το φεστιβάλ από το Αλεξάνδρειο Μέλαθρο και πάει στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Το Αλεξάνδρειο, έχει ταυτιστεί με το θεσμό, είναι στο κέντρο και φέτος είναι και πλήρως ανακαινισμένο!
Είναι γνωστό, ότι έχετε μια πολύ καλή σχέση με τη γαστρονομία…
Η καλή μου σχέση, ξεκινάει από τα ταξίδια μου στη Γαλλία και από την εποχή που ανακάλυψα τις Κάνες και το Παρίσι. Έχω μερικές καταπληκτικές εμπειρίες από εξαιρετικά εστιατόρια. Νομίζω, ότι ένα από τα καλύτερα, είναι ένα μικρό εστιατόριο έξω από τις Κάνες, το οποίο αν το δεις απ΄έξω δεν λέει τίποτα, αλλά μέσα γίνονται θαύματα. Λέγεται «Ο Μύλος της Μουζεν» και εκεί ανακάλυψα τι σημαίνει το καλό φαγητό. Μπορείς να φας ένα φιλέτο και να ξαναανακαλύψεις τι είναι πραγματικά το φιλέτο. Εγώ γενικά, είμαι λάτρης της γαλλικής κουζίνας, αλλά όταν πήγα στη Πορτογαλία, βρήκα ενδιαφέρουσες τις γεύσεις της, γιατί έχει πολλές ομοιότητες με τις ελληνικές. Ξεχωρίζω επίσης και τις γεύσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Στην Ελλάδα και εδώ στη Θεσσαλονίκη όσες προσπάθειες έγιναν για κάτι ιδιαίτερο, απέτυχαν. Ως δημοσιογράφος είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω αυτήν τη πορεία και ξέρω καλά ότι είναι καταδικασμένες, γιατί ο κόσμος της Θεσσαλονίκης δεν τις υποστηρίζει. Αυτή τη στιγμή πιστεύω ότι, ότι αξιόλογο γίνεται, γίνεται κυρίως στους χώρους των μεγάλων ξενοδοχείων. Μ αρέσει το καλό φαγητό και το κρασί που το συνοδεύει να δένει αρμονικά. Υπάρχουν πολλά ξένα κρασιά που μου αρέσουν και έχω σταθερές προτιμήσεις. Από τα ελληνικά μου αρέσουν τα κρασιά της Βόρειας Ελλάδας και ειδικά αυτά που η γεύση τους είναι πιο κοντά στο σταφύλι.
Τι σχεδιάζετε για το άμεσο μέλλον;
Έχω ετοιμάσει την εγκυκλοπαίδεια του τραγουδιού, που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα και είναι έτοιμο επίσης ένα βιβλίο για τον Φρανκ Σινάτρα, περίοδο 1940 – 1980, στο οποίο είναι καταγεγραμμένες οι 220 επιτυχίες του. Πρόκειται να κυκλοφορήσω και ένα ακόμα, με τίτλο «τραγούδια χωρίς διαβατήριο».Είναι τραγούδια που έγιναν στην Αμερική από το 1890 – 1954 και δεν είναι Αμερικάνικα.
fractal.gr

No comments:

Post a Comment