Το απορριμματοφόρο, αρχίζει να ανεβαίνει την ανηφόρα αγκομαχώντας. Είναι στο τέλος της βάρδιας του και πηγαίνει για να αδειάσει τα σκουπίδια στην χωματερή των Ταγαράδων. Είναι γεμάτο και δεν μπορεί να κινηθεί με ταχύτητα στην απότομη ανηφόρα. Ένας νεαρός με ένα παράξενο, σχεδόν δίχως σέλα ποδήλατο, πετάγεται από την άκρη του δρόμου κι αρπάζει μια από τις χειρολαβές στο πίσω μέρος. Ένας δεύτερος, πηδάει πλάι του με το δικό του ποδήλατο και γαντζώνεται από τον ώμο του πρώτου. Ακολουθεί κι ακόμη ένας κι ακόμη ένας. Στο τέλος, δέκα έφηβοι με BMX σχηματίζουν μια εντυπωσιακή ουρά πίσω από την σκουπιδιάρα που συνεχίζει να αγκομαχάει στην ανηφόρα της Καρδίας τραβώντας στην κορυφή την παράτολμη «σκαλομαρία». Είναι καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας του 90. Ο Καναδός, ο Μπάγκλερ, ο Πιράνχας, ο Χύμας, ο Καρότος και τα άλλα παιδιά, ξεκινούν με αυτόν τον παράξενο τρόπο τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Μερικές από τις πρώτες τους διακοπές δίχως γονείς. Με BMX στην Χαλκιδική. «Μέχρι την Καλλιθέα, κάναμε γύρω στις έξι ώρες» θυμάται ο Μανώλης Νίκας. Τότε, τον φωνάζανε «Καρότο» κι ήταν ένας από τους πιονέρους του BMX στην Θεσσαλονίκη. Σήμερα, έχει καβατζάρει την σημαδιακή ηλικία των 40. Βλέπει την κόρη του να μεγαλώνει και όταν συναντιέται με την παλιοπαρέα, συζητάει περισσότερο για τις «Glorydays» όπως πολύ εύστοχα περιγράφει στο ομώνυμο τραγούδι ο Μπρους Σπρίνγκστιν.
Συναντηθήκαμε στην Πιτσαρία του, στην την οδό Βηλαρά 2. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Βαλαωρίτου. Μια από τις καλύτερες πιτσαρίες (αν όχι την καλύτερη) στην πόλη. Όταν τον συνάντησα, προετοιμαζόταν να πάρει μέρος στον κλασσικό μαραθώνιο της Αθήνας. Τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετήσει μια νέα τρέλα στην ζωή του. Τους μαραθώνιους δρόμους. Ο Μανώλης άλλωστε, αποτελούσε πάντοτε μια «Rollingstone» φιγούρα. «Πέτρα που κυλά, δεν χορταριάζει».
Τα όμορφα «πέτρινα» χρόνια του ΒΜΧ
«Ξεκινήσαμε το ΒΜΧ το 1991» ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων του. «Είμασταν μια παρέα φίλων, που συνεχίζουμε να είμαστε φίλοι, με οικογένειες πλέον και παιδιά. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να βρεις ένα τέτοιο ποδήλατο. Με ότι οικονομίες είχαμε, ψαχνόμασταν σε διάφορα μαγαζιά για να βρούμε κανένα ποδήλατο ή ανταλλακτικά για να βελτιώσουμε αυτά που είχαμε. Τότε δεν είχαμε συναίσθηση τι θα γινότανε στο μέλλον με τα ΒΜΧ. Όλο αυτό που κάναμε, ήταν απλώς μια παρέα που αγαπούσε το ΒΜΧ και που συνέχεια μεγάλωνε. Η ζωή μας ήταν το ποδήλατο. Πηγαίναμε παντού με το ποδήλατο. Στο σχολείο, στις βόλτες, στις διακοπές, παντού. Με τρένα, λεωφορεία, παντού κουβαλούσαμε το ποδήλατο. Τα ταξίδια μας ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές. Με τα τρένα του ΟΣΕ, συναντιόμασταν όλοι και πηγαίναμε Λάρισα, Κατερίνη, Αθήνα. Μέναμε τα βράδια στον δρόμο ή όλοι μαζί σε σπίτια άλλων φίλων, δίχως φράγκο στην τσέπη. Τότε το ποδήλατο στο τρένο στοίχιζε 50 δραχμές. Με 50 δραχμές, βάζαμε όλα τα ποδήλατα μέσα. Ο μόνιμος καυγάς μας, ήταν με τον σταθμάρχη στην Λάρισα. Από την Θεσσαλονίκη δίναμε 50 δραχμές και στην Λάρισα ήθελαν 250.
Εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχαν υποδομές για ΒΜΧ στην Θεσσαλονίκη. Ράμπες και σκειτ παρκ. Έτσι, μαζεύαμε λίγο λίγο χρήματα από το χαρτζιλίκι μας και φτιάχναμε κατασκευές παράνομες, σε αλάνες. Γι’ αυτές τις κατασκευές, ξεκινούσαμε να δουλεύουμε από τις εννιά το πρωί και τελειώναμε στις έντεκα το βράδυ. Όπως ήμασταν κουρασμένοι πηγαίναμε στο σπίτι και πρωί πρωί επιστρέφαμε με λαχτάρα για να τεστάρουμε την καινούργια μας κατασκευή. Τις περισσότερες φορές, ένα μεγάλο μέρος της κατασκευής έλειπε. Είτε ο Δήμος το είχε χαλάσει, ήταν οι περίοικοί. Δεν μπορούσαν να αποδεχθούν αυτό που κάναμε. Εμείς, όμως δεν το βάζαμε κάτω. Κάποιες φορές, βάζαμε ρόδες στις κατασκευές μας και τις κρύβαμε. Άλλες φορές μας αποδέχονταν και καταφέρναμε να κρατήσουμε τις κατασκευές μας για μερικές μέρες, ώστε να βγάλουμε το γούστο μας. Θυμάμαι μια ράμπα που είχαμε φτιάξει απέναντι από τον σταθμό των τρένων και κράτησε. Μια άλλη που είχαμε φτιάξει στο γήπεδο μπάσκετ στο φιλίππειο, δεν είχε τύχη. Στην περιοχή εκείνη, ότι φτιάχναμε, την επόμενη ημέρα δεν υπήρχε. Με τα ποδήλατα γυρίζαμε όλη την πόλη προκειμένου να βρούμε μέρη. Όταν φτιάχνονταν η Εγνατία, φτάναμε μέχρι εκεί για να κάνουμε ποδήλατο. Η αντιμετώπιση από τον κόσμο δεν ήταν καλή. Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση γι’ αυτό που κάναμε. Δεν υπήρχε τότε ίντερνετ. Βλέπανε λοιπόν ένα μαντράχαλο 18 χρονών με ένα μικρό ποδηλατάκι και είχαμε αρνητική αντιμετώπιση. Αυτό όμως μας έκανε πιο δυνατούς για να συνεχίσουμε. Μας έκανε καλό αυτή η αντιμετώπιση. Tώρα που το ΒΜΧ έχει περάσει σαν Ολυμπιακό άθλημα, εδώ στην Ελλάδα το αντιμετωπίζουν ακόμη είτε σαν χόμπι, είτε σαν ένα παράξενο πράγμα όπου ένας μεγάλος άνθρωπος κάθεται πάνω σε ένα μικρό ποδήλατο. Η δυσμορφία αυτή, του μικρού ποδηλάτου και του μεγάλου ανθρώπου που το οδηγεί, κάνουν το ευρύ κοινό να μην το αναγνωρίζει σαν άθλημα. Κάνεις δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι ένα τέτοιο ποδήλατο κοστίζει τουλάχιστον 1500 ευρώ. Βέβαια κανείς δεν πάει να αγοράσει ένα ποδήλατο με 1500 ευρώ. Σιγά σιγά το φτιάχνεις, αγοράζοντας κομμάτι κομμάτι. Αγοράζεις είτε καινούργια, είτε μεταχειρισμένα κομμάτια από φίλους και φτιάχνεις το ποδήλατο σου».
“You are in the army now”
Η παρέα των πρωτοπόρων ΒΜΧάδων της Θεσσαλονίκης, σκόρπισε εκεί γύρω στο 1997. «Τότε είχα φύγει φαντάρος. Η παρέα, είχε αρχίσει σιγά σιγά να σκορπίζει» λέει και συνεχίζει: «Κάποιοι έφυγαν για στρατό, κάποιοι γύριζαν, άλλοι έπιασαν δουλειά, αλλάξανε οι ανάγκες και τα προγράμματα μας κι έτσι η παρέα σκόρπισε. Ποτέ όμως δεν μου έφυγε από το μυαλό το ποδήλατο. Το 2002, έγινε η επιστροφή. Βρεθήκαμε ξανά με κάποιους από την παρέα, δημιουργήσαμε ένα μυστικό σημείο με κάποιες κατασκευές και αρχίσαμε να κάνουμε και πάλι ΒΜΧ. Από πέντε με έξι παιδιά που είμασταν κάποτε οι ΒΜΧάδες, τώρα βλέπεις 150 με 200 αναβάτες στην πόλη. Υπάρχει μεγάλη εξέλιξη στο ποδήλατο πλέον. Υπάρχουν εταιρίες που βοηθάνε τους καλούς αναβάτες, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, υπάρχουν πλέον κάποια πάρκα στην πόλη για να προπονούνται τα παιδιά. Είναι βέβαια λίγα, αλλά τουλάχιστον υπάρχουν κάποια. Οι νέοι αναβάτες είναι καλύτεροι από εμάς, αλλά πάντα παίρνουν παράδειγμα από εμάς. Ρωτάνε τους παλιούς αναβάτες και μαθαίνουν από την εμπειρία μας. Υπάρχουν παλιοί αναβάτες που έχουν μείνει στην ιστορία της πόλης για τις δεξιότητες τους. Βέβαια όλα έχουν εξελιχθεί. Παρόλα αυτά σεβασμός προς τους παλιούς αναβάτες από τους καινούργιους, υπάρχει. Πάνω από όλα, είναι η παρέα. Μπορεί να υπάρχει ανταγωνισμός, όμως οι φιλικές σχέσεις δεν χαλάνε».
Ο παλιός ΒΜΧας είναι αλλιώς
«Θεωρείστε OldSchoolαπό τους νέους αναβάτες;» ρωτάω τον Μανώλη. «Δεν θα μας αποκαλούσα OldSchool. Το βετεράνοι μας ταιριάζει καλύτερα. Ξέρεις ακόμη κι εμείς προσπαθούμε να εξελιχθούμε, συνεχίζοντας να κάνουμε ποδήλατο».
Μπορεί οι συνθήκες να έχουν βελτιωθεί στο ΒΜΧ στην Ελλάδα, όμως καμιά φορά η παρουσία των εταιριών, χαλάει το κλίμα ανάμεσα στους αναβάτες. «Ένα πράγμα που φοβάμαι» λέει και συνεχίζει: «είναι η εμπορευματοποίηση του ΒΜΧ που καμιά φορά χωρίζει παρέες. Παλιότερα δεν υπήρχε αυτό. Δεν υπήρχε το κίνητρο της χορηγίας. Λέγαμε βγαίνουμε για ΒΜΧ και βγαίναμε για ΒΜΧ όλοι μαζί για να το χαρούμε. Τώρα τα νέα παιδιά που κυνηγάνε τις χορηγίες, λένε βγαίνουμε για filming. Δεν βγαίνουν σχεδόν ποτέ δίχως κάμερα. Και έτσι σιγά σιγά χωρίζονται σε παρέες. Εμείς τότε βγαίναμε με τα ποδήλατα και κάνανε στην άκρη τα αυτοκίνητα για να περάσουμε. Τώρα δεν θα το δεις αυτό, παρότι η επικοινωνία είναι πιο εύκολη. Εμείς τότε δεν είχαμε κινητά. Ξέραμε ότι στις έξι η ώρα βρισκόμασταν σε συγκεκριμένο σημείο. Στο πάρκο της Κρήτης για παράδειγμα. Και από εκεί ξεκινούσαμε. Ακόμη κι αν κάποιοι αργούσαν, ήξερα που να πάνε για να μας βρουν. Πάντως το πετάλι και το ποδήλατο, σε διαμορφώνουν σαν χαρακτήρα. Σε διαμορφώνουν γιατί είσαι έξω στον δρόμο».
Η περιπετειώδης αναγέννηση της πίτσας
Όταν ξεκινάς τις διακοπές σου με ένα ΒΜΧ κρεμασμένος παρέα με δέκα φίλους πίσω από μια σκουπιδιάρα, σημαίνει ότι σου αρέσει ο δύσκολος και ο περιπετειώδης δρόμος. Αυτός ο δρόμος, οδήγησε τον Μανώλη από την τέχνη του ΒΜΧ στην τέχνη της πίτσας. Όπως και στο ΒΜΧ θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους αναβάτες της πόλης, έτσι και στην πίτσα. Το μαγαζί του στην Βηλαρά 2στην περιοχή της Βαλαωρίτου, αποτελεί σημείο αναφοράς. «Ξεκίνησα να δουλεύω σε μια πιτσαρία, όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών» ξεδιπλώνει τα στοιχεία της περιπέτειας του ο Μανώλης και συνεχίζει: «Είχα αγοράσει ένα μηχανάκι κρυφά από την μητέρα μου και δούλευα ντελίβερι. Μετά από δέκα μέρες που είχα πιάσει δουλειά, με τράκαραν στον δρόμο και έσπασα το πόδι μου. Τα γραμμάτια για το μηχανάκι όμως έτρεχαν και χρειαζόμουν χρήματα. Παρακάλεσα τον μάστορα, της πιτσαρίας, να με κρατήσει σαν βοηθό του, έστω και με σπασμένο πόδι. Με ρώτησε αν θα είμαι καλό παιδί, τον διαβεβαίωσα ότι θα είμαι και έτσι μου μπήκε το μικρόβιο. Μετά πέρασα στην σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και πλέον μετράω 25 χρόνια στο επάγγελμα αυτό. Με το που πήγα στην σχολή, σταμάτησα να ασχολούμαι με την πίτσα. Ασχολούμουν με το μαγειρικό κομμάτι σε ιταλικές κουζίνες, όχι όμως με την πίτσα. Θυμόμουν πάντα τους γονείς που με πηγαίνανε σε πιτσαρίες της Θεσσαλονίκης, όπου έτρωγαν την πίτσα με μαχαιροπίρουνο. Αυτά ήταν τα αρώματα και τα ερεθίσματα που είχα από την πίτσα. Αυτά ήθελα να βγάλω προς τα έξω. Έτσι αποφάσισα να φτιάξω το μαγαζί. Για τα πρώτα πέντε χρόνια δεν δίναμε πίτσες ντελίβερι. Ήθελα να τρώει ο πελάτης την πίτσα μπροστά μου, ώστε να βλέπω την σπιρτάδα στα μάτια του. Την αντίδραση του, όταν δοκίμαζε αυτό που είχα φτιάξει. Δεν μου άρεσε η κουλτούρα της πίτσας με το Τσάμπιονς Λιγκ. Λανθασμένα η πίτσα είχε συνδυαστεί σαν κάτι τέτοιο. Εγώ ήθελα να έρθει η οικογένεια και να τους βλέπω να δοκιμάζουν αυτό που είχαμε φτιάξει. Στο μαγαζί, πειραματιζόμαστε συνέχεια. Έχουμε μαγειρικές ανησυχίες. Όλο αυτό, με την εμπειρία χρόνων και τα σεμινάρια που έχουμε κάνει στην Ιταλία, βγάζουν ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Η πίτσα για πολλά χρόνια ήταν παρεξηγημένη. Αυτό που θέλαμε να πετύχουμε, ήταν η αναγέννηση της πίτσας. Νομίζω ότι τα καταφέραμε. Μέχρι και ο “Guardian” έχει γράψει για εμάς, ότι στον καιρό της κρίσης, υπάρχουν επιχειρήσεις που μπορούν να επιβιώσουν. Αυτή την στιγμή, έχουμε κλείσει τον έβδομο χρόνο λειτουργίας, μαγειρεύουν δέκα άτομα στην επιχείρηση και κάποια παιδιά από το προσωπικό έπρεπε να τους εκπαιδεύσω από το μηδέν. Το μόνο που ήθελα από εκείνους, ήταν να δείχνουν αγάπη γι’ αυτό που ήθελαν να κάνουν. Και τους έδειχνα την τέχνη. Στόχος μας είναι να δημιουργούμε νέες γεύσεις και νέες τάσεις. Έχουμε μαγειρικές ανησυχίες και τις εκφράζουμε. Έρχονται και πολλοί για να μάθουν την τέχνη εδώ. Έχουμε γίνει κάτι σαν ΙΕΚ» ολοκληρώνει ο Μανώλης γελώντας.
Από το πετάλι στον μαραθώνιο
Εδώ και δύο χρόνια ο Μανώλης έχει αρχίσει να παίρνει μέρος σε μαραθώνιους αγώνες τρεξίματος. «Το τρέξιμο δεν καλύπτει βέβαια το κενό του ποδηλάτου, όμως είναι συνδυασμός. Έχει γίνει τρόπος ζωής πλέον για μένα. Μέχρι τώρα, ήμουν συνέχεια με ένα πετάλι και δεν έτρεχα ποτέ. Τώρα προπονούμαι κάθε μέρα. Δεν το παρακάνω όμως. Κρατάω χαμηλά την μπάλα. Κάθε μέρα αφιερώνω μια ώρα στον εαυτό μου. Αυτή την ώρα, πηγαίνω για τρέξιμο. Δεν ξέρω που θα με οδηγήσει όμως έχω όνειρα και για το τρέξιμο και τις αποστάσεις που θέλω να κάνω».
Τον Μανώλη μου τον σύστησε ο Παναγιώτης Αρβανιτάκης. Προπονητής κολύμβησης και ένας από τους πολύ γρήγορους κολυμβητές στις μεγάλες αποστάσεις σε ανοικτή θάλασσα. «’Ήταν φοβερός με το ΒΜΧ» μου λέει φεύγοντας από την Βηλαρά 2. «Θυμάμαι ότι τους είχα πετύχει με τα ποδήλατα στον δρόμο για την Χαλκιδική και αναρωτιόμουν τι τρέλα κουβαλούσαν» ολοκληρώνει. Τελικά, η «τρέλα» δεν πάει στα βουνά. Μένει στις πόλεις και κάνει τις ζωές μας καλύτερες, δίνοντας μας παραδείγματα προς μίμηση.ΑΝΤΩΝΗΣ ΡΕΠΑΝΑΣ
No comments:
Post a Comment