Πιασμένοι χέρι-χέρι, ανηφορίζουμε το δρομάκι προς το σπίτι της, ένα υπέροχο νεοκλασικό στον αγαπημένο της Αρτεμώνα στο νησί της τη Σίφνο. Το φουστάνι της, στο χρώμα των ματιών της. Françoise aux yeux bleus λέγανε οι συνάδελφοί της την Φραγκίσκη όταν την πρωτογνώρισα, νέα ακόμη κι όμορφη, τότε που σαν καλή νεράιδα μού άλλαξε τη ζωή. Όπως έχω πει τόσες φορές, μεγάλωσα με ένα ραδιόφωνο κολλημένο στο αυτί. Ήταν λοιπόν τέλος της δεκαετίας του '50, όταν μια καινούρια ημίωρη εκπομπή ήρθε να ταράξει τη γαλήνη μου. Για πρώτη φορά στα Κρατικά ερτζιανά, ακούγονταν ρεμπέτικα και λαϊκά! Είδος αυστηρά απαγορευμένο μέχρι τότε. Και στο τέλος της εκπομπής η φωνή της εκφωνήτριας να λέει, παραγωγός Φραγκίσκη Ψαχαροπούλου-Καρόρη. Παιδί θαρραλέο καθώς ήμουνα, θέλησα να εκφράσω τον ενθουσιασμό μου κατ'ευθείαν στην πηγή. Έψαξα στον κατάλογο το όνομα Ψαχαρόπουλος και με το πρώτο, πέτυχα στο τηλέφωνο τον πατέρα της Φραγκίσκης. «Η κόρη μου μόλις γέννησε και είναι στο νοσοκομείο. Αφήστε μου τον αριθμό σας και θα σας πάρει όταν βγει». Πέρασε κάμποσος καιρός, σχεδόν το είχα ξεχάσει, όταν κάποιο βράδυ χτύπησε στο σπίτι το τηλέφωνο. Ήταν σαν σήμερα, 11 Φεβρουαρίου του 1960 και ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής η Φραγκίσκη, που έδειξε να ξαφνιάζεται όταν άκουσε πως ήμουν μόνο 18 χρονών. Και εδώ είναι που λέω πως κέρδισα λαχείο. Γιατί έπεσα σε μια γυναίκα σοφή, ακούραστη και αστείρευτη, που ήταν γεννημένη δασκάλα και που σε όλη της τη ζωή ήθελε να μεταδίδει τη δική της φλόγα σε νέους και παιδιά. Ένα απ'αυτά τα αμέτρητα παιδιά της θα ήμουνα κι εγώ! Για δυο περίπου ώρες στο τηλέφωνο, η Φραγκίσκη δεν σταμάτησε να με ξετινάζει με ερωτήσεις γύρω από κάθε μορφή Τέχνης. Και εγώ, όλος χαρά της απαντούσα. Τελειώνοντας μου είπε η Φραγκίσκη: «Μού κάνεις για το ραδιόφωνο. Θες να δουλέψεις μαζί μου;». Αν ήθελα, λέει!
Ξαναμμένος καθώς ήμουνα, ανήγγειλα το νέο στους γονείς μου. Σού έχω εμπιστοσύνη, μού είπε ο πατέρας μου, να κάνεις ό,τι θέλεις, μόνο σε παρακαλώ να μας φέρεις και το πτυχίο. Ήδη είχα μπει στη Νομική και φυσικά τους το υποσχέθηκα. Όμως υπήρχε κάτι ακόμη. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Φραγκίσκης, η μητέρα μου θα έπρεπε να μιλήσει σε έναν παιδικό της φίλο από τη Ρόδο, που είχε μεγάλη θέση στη Ραδιοφωνία. Όταν τού τηλεφώνησε η μητέρα μου, τον άκουσε έκπληκτη να λέει: «Μαίρη, μην το καταστρέψεις το παιδί. Μην τον αφήσεις. Η Ραδιοφωνία είναι τάφος». Παρά τις αντιρρήσεις του ωστόσο, δέχθηκε να με δει. Αλλά και στο γραφείο του επανέλαβε τα ίδια, όταν μπροστά μου τηλεφώνησε στον Γιάννη Σιάσκα, τον τότε διευθυντή προγράμματος. «Μην τον προσλάβεις, Γιάννη, μην τον θάψεις. Είναι κρίμα, νέο παιδί». Ευτυχώς είχε προλάβει η Φραγκίσκη να με διαφημίσει ως «φαινόμενο». Πήγα, λοιπόν, και στα γραφεία της Ρηγίλλης και ο κύριος Σιάσκας, έτσι τον προσφωνούσα πάντα, με έβαλε να υπογράψω ένα χαρτί πως δέχομαι να δουλέψω δοκιμαστικά για δύο μήνες δίχως καμία αμοιβή.
Για ώρες και μέρες δίπλα στην Φραγκίσκη δεν χόρταινα να μαθαίνω και να αναπνέω τον ραδιοφωνικό αέρα. Και όλοι, με επικεφαλής την προϊσταμένη μου, την Κίττυ Σολομού, με δέχτηκαν με ανοιχτή αγκαλιά. Μόνο ένας παλιός υπάλληλος μού είπε, καθώς μού έδινε το χέρι του όταν μάς σύστησε η Φραγκίσκη: «Ιδού, λοιπόν, ένας ακόμη από τους παθόντας και ταφέντας της Ραδιοφωνίας». Όταν τέλειωνε το δίμηνο, η Φραγκίσκη με έβαλε να κάνω μια πολύ δύσκολη εκπομπή. Το επόμενο πρωί με κάλεσε στο γραφείο του ο Πύρρος Σπυρομήλιος, ο Γενικός Διευθυντής.«Έχεις γνώσεις, γούστο, φαντασία και μνήμη. Αυτά που πρέπει να έχει ένας καλός παραγωγός. Σε προσλαμβάνω αμέσως» μού είπε. Λίγες μέρες μετά, υπέγραψα την πρώτη ετήσια σύμβαση.
No comments:
Post a Comment