Θρυλικός πράκτορας της CIA, με καταγωγή από τη Λήμνο, γνωστός στους κύκλους των μυστικών υπηρεσιών με τα προσωνύμια «Μίστερ Βρόμικος» και «Τζέιμς Μποντ των φτωχών». Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, αλλά προετοίμασε άθελά του το φαινόμενο Μπιν Λάντεν.
Ο Γκαστ Αβράκωτος (Gust Avrakotos) γεννήθηκε το 1938 στην πόλη Αλικίπα της Πενσυλβάνιας και ήταν γιος έλληνα μετανάστη από τη Λήμνο. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μικρός το σχολείο για να βοηθήσει τη φτωχή οικογένειά του. Δούλεψε αρχικά σε χαλυβουργείο και αργότερα πουλούσε τσιγάρα στις ταβέρνες της περιοχής. Επανήλθε στο σχολείο και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ το 1962.
Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε από τη CIA, όταν το «ευαγές ίδρυμα του Λάνγκλεϊ» άνοιξε τις πόρτες του και σε αποφοίτους μη ονομαστών πανεπιστημίων. Η γνώση της Ελληνικής ήταν το κύριο προσόν που τον έφερε στην Αθήνα λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Παρέμεινε στο κλιμάκιο της CIA στην ελληνική πρωτεύουσα έως το 1978, όταν ανακλήθηκε στην Ουάσιγκτον, επειδή «κάηκε» ως πράκτορας από τις αποκαλύψεις του συναδέλφου του Φίλιπ Έιτζι.
Στην Αθήνα ήταν ο σύνδεσμος της υπηρεσίας με τους χουντικούς και ιδιαίτερα με τον αόρατο δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη. Συνεργάστηκε άψογα μαζί τους, αφού τους συνέδεε ο σκληρός αντικομμουνισμός. Τους συμβούλεψε, μάλιστα, να μη δώσουν στον Ανδρέα Παπανδρέου διαβατήριο για το εξωτερικό, όπως ζητούσε ο Λευκός Οίκος, αλλά «να... εκτελέσουν τον αλήτη, γιατί θα επιστρέψει και θα τον βρείτε μπροστά σας»!
Η δυσκολότερη στιγμή της ελληνικής του καριέρας ήταν η δολοφονία του προϊσταμένου του Ρίτσαρντ Γουέλς από την πρωτοεμφανιζόμενη τότε «17 Νοέμβρη» (23 Δεκεμβρίου 1975). Ζήτησε από τους προϊσταμένους του στην Αμερική να του δώσουν το «πράσινο φως» για να ανακαλύψει τους δολοφόνους και να τους πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Το αίτημά του απερρίφθη.
Μετά την Αθήνα, ο Αβρακότος έμεινε χωρίς δουλειά, αφού η CIA αδυνατούσε να του βρει μια αποστολή. Τον θεωρούσε άξεστο, αγροίκο και βρωμόστομο. Το προφίλ του έλληνα μετανάστη δεν ταίριαζε με τους ραφινάτους τρόπους ενός αγγλοσάξονα πράκτορα της «Εταιρείας». Αφού επέζησε μιας μεγάλης εκκαθάρισης στα τέλη της δεκαετίας του '70, τελικά βρήκε μια θέση στο σταθμό της CIA στη Βηρυτό, όπου διέπρεψε και έκανε το μεγάλο όνομα.
Στο γραφείο της Βηρυτού υπαγόταν και η περιοχή του Αφγανιστάν, στην οποία από το 1979 είχαν εισβάλει οι Σοβιετικοί για να υποστηρίξουν το φιλικό τους καθεστώς. Οι Αμερικανοί ανησύχησαν και ο πρόεδρος Κάρτερ συνέστησε ένα γραφείο στο Λευκό Οίκο για την παρακολούθηση της κατάστασης. Αρχικά, το γραφείο υπολειτουργούσε, αλλά η έλευση του Ρόναλντ Ρίγκαν στην εξουσία άλλαξε το σκηνικό.
Με την υποστήριξη της πανίσχυρης επιτροπής του Κογκρέσου για τις μυστικές υπηρεσίες, της οποίας προΐστατο ένας παθιασμένος αντικομουνιστής, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τσαρλς Γουίλσον, προετοιμάστηκε μια γιγαντιαία συγκεκαλυμμένη επιχείρηση για την ενίσχυση των αφγανών μουτζαχεντίν, που μάχονταν τους Σοβιετικούς. Ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση στην ιστορία της CIA, που της απορρόφησε το 70% του προϋπολογισμού της.
Ο Αβρακότος ήταν ο άνθρωπος που την έφερε σε πέρας. Πήγε στο Κάιρο και αγόρασε εκατοντάδες χιλιάδες «Καλάσνικοφ» από τα αποθέματα του αιγυπτιακού στρατού, ενώ σε συμφωνία με τους Πακιστανούς, οι μουτζαχεντίν εκπαιδεύτηκαν στο έδαφός τους από άνδρες της CIA. Το πρόβλημα της μεταφοράς του οπλισμού στα κακοτράχαλα εδάφη του Αφγανιστάν το αντιμετώπισε με ευφάνταστο τρόπο. Αγόρασε μουλάρια από την Κύπρο, τα φόρτωσε σε ένα καράβι και μέσω Πακιστάν τα πολεμοφόδια έφθασαν και στα πιο δυσπρόσιτα λημέρια των ανταρτών από τα συμπαθή τετράποδα.
Η χαριστική βολή για τους Σοβιετικούς ήλθε με τους αντιαεροπορικούς πυραύλους «Στίγκερ», που προμήθευσε ο Αβρακότος στους αντάρτες. Οι πύραυλοι αυτοί προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στη Σοβιετική Αεροπορία. Και χωρίς ικανή αεροπορική κάλυψη ήσαν καταδικασμένοι. Οι Σοβιετικοί βρέθηκαν τότε σε πολύ δύσκολη θέση. Η επιχείρηση «Αφγανιστάν» τους κόστιζε πάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, τα θύματα ήταν πολλά, η οικονομία της χώρας παρέπαιε. Έτσι, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πήρε την απόφαση να αποσύρει τις σοβιετικές δυνάμεις από την περιοχή το 1989.
Η συνεισφορά του ελληνοαμερικανού πράκτορα ήταν καθοριστική στο αποκληθέν «ρωσικό Βιετνάμ», που αποτέλεσε τον επιθανάτιο ρόγχο της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως, σε βάθος χρόνου, η επιχείρηση αυτή γύρισε εις βάρος των Αμερικανών και ο οπλισμός και τα χρήματα που έδωσαν στους Μουτζαχεντίν έθρεψαν το φαινόμενο των Ταλιμπάν και του Μπιν Λάντεν, τους οποίους σήμερα μάχονται οι Αμερικανοί στο Αφγανιστάν και όχι μόνο.
Ο Αβρακότος συνταξιοδοτήθηκε το 1989 και στη συνέχεια απασχολήθηκε ως δημοσιογράφος και αναλυτής στη News Corp. του Ρούμπερτ Μέρντοχ. Το 1997 επανήλθε ως σύμβουλος στη CIA, όταν στο τιμόνι της βρισκόταν ένας άλλος ελληνοαμερικανός, ο Τζορτζ Τένετ. Το 2003 εγκατέλειψε οριστικά το πρακτοριλίκι και την 1η Δεκεμβρίου 2005 τα εγκόσμια. Τέλεσε δύο γάμους και απέκτησε ένα γιο.
Η δράση του καλυπτόταν από πέπλο σιωπής, μέχρις ότου έγινε γνωστή το 2003 από τον αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Κράιλ στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος του Τσάρλι Γουίλσον» («Charlie Wilson's War»). Τα δικαιώματα του βιβλίου αγόρασε ο Τομ Χανκς και χρηματοδότησε την ομώνυμη ταινία. Τη σκηνοθέτησε ο Μάικλ Νίκολς και πρωταγωνιστούν ο Τομς Χάνκς και η Τζούλια Ρόμπερτς. Το ρόλο του Αβρακότου στην ταινία ερμηνεύει ο γνωστός ηθοποιός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.