Αμερικανός συνθέτης και πιανίστας της τζαζ, ιδιαίτερα δημοφιλής τις δεκαετίες του '50 και του '60. Εντάσσεται στο κλίμα της Cool Jazz και της West Coast Jazz, του μουσικού ιδιώματος που ανέπτυξαν οι λευκοί τζαζίστες της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ τη δεκαετία του '50, ως αντίδραση στο «θερμό» bebop των αφροαμερικανών συναδέλφων τους. Οι μελετητές του έργου του τον κατατάσσουν και στο τζαζιστικό ιδίωμα του «Τρίτου Κύματος» (Third Stream), που συνδυάζει την κλασσική με την τζαζ μουσική.
Ο Ντέιβιντ Γουόρεν «Ντέιβ» Μπρούμπεκ (David Warren “Dave” Brubeck) γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1920 στο Κόνκορντ της Καλιφόρνιας. Ο πατέρας του, Πίτερ Μπρούμπεκ, με καταγωγή από την Ελβετία (το πραγματικό επώνυμό του ήταν Μπρόντμπεκ) ήταν αγελαδοτρόφος και η μητέρα του Ελίζαμπεθ (αγγλογερμανικής καταγωγής) δασκάλα του πιάνου.
Ο νεαρός Μπρούμπεκ πήρε μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του, αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει μουσική, εξαιτίας της «φτωχής» του όρασης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του γράφτηκε στο Κολλέγιο του Ειρηνικού στο Στόκτον της Καλιφόρνιας (νυν Πανεπιστήμιο του Ειρηνικού) για να σπουδάσει κτηνίατρος και να αναλάβει τη διεύθυνση του οικογενειακού ράντσου. Το μυαλό του, όμως, ήταν στη μουσική. Με την προτροπή του καθηγητή του στη Ζωολογία εγκατέλειψε τις σπουδές του στην κτηνιατρική. «Μπρούμπεκ, το μυαλό σου δεν είναι εδώ. Είναι στο Ωδείο. Χάνουμε και χάνεις τον χρόνο σου», του είπε ο δρ Άρνολντ.
Ο Μπρούμπεκ γράφτηκε στο τοπικό ωδείο, αλλά ούτε κι εκεί οι επιδόσεις του ήταν καλές. Οι καθηγητές του γρήγορα διαπίστωσαν ότι δεν ήξερε να διαβάζει μουσική, ενώ οι γνώσεις του στην αντίστιξη και την αρμονία ήταν φτωχές. Θέλησαν να τον διώξουν, αλλά πείστηκαν να παραμείνει στη σχολή και να αποφοιτήσει, αρκεί να μην γίνει δάσκαλος της μουσικής και χαλάσει τη φήμη του ωδείου. Ο Μπρούμπεκ παράλληλα με τις σπουδές του έπαιζε τζαζ σε τοπικά κλαμπ για να συμπληρώνει το εισόδημά του.
Μετά την αποφοίτησή του από το ωδείο το 1942 παντρεύτηκε τη ραδιοφωνική παραγωγό Αϊόλα Γουίτλοκ, συμφοιτήτριά του από το Πανεπιστήμιο, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τα τέσσερα από τα οποία ακολούθησαν καριέρα μουσικού. Αμέσως μετά στρατεύτηκε και στάλθηκε στα πολεμικά μέτωπα της Ευρώπης, όπου υπηρέτησε κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Πάτον. Τον επόμενο χρόνο σε μια εκδήλωση του Ερυθρού Σταυρού έπαιξε πιάνο, εντυπωσιάζοντας τους παρισταμένους. Κλήθηκε να σχηματίσει ένα συγκρότημα από τους ανωτέρους του για την ψυχαγωγία των στρατιωτών κι έτσι κατόρθωσε να περάσει το υπόλοιπο της θητείας του στα μετόπισθεν, μακριά από τα θέατρα των πολεμικών επιχειρήσεων. Στις αρχές του 1944 συνάντησε ένα σαξοφωνίστα, τον Πολ Ντέσμοντ, ο οποίος υπηρετούσε και αυτός τη θητεία του στην Ευρώπη, μια γνωριμία που θα παίξει σημαντικό ρόλο λίγα χρόνια αργότερα στην ίδρυση του θρυλικού σχήματος Dave Brubeck Quartet.
Μετά την αφυπηρέτησή του το 1946 συνέχισε τις μουσικές του σπουδές του με καθηγητή τον γάλλο συνθέτη Ντάριους Μιγιό, ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την τζαζ και όχι με την κλασσική μουσική. Παρακολούθησε και μια σειρά διαλέξεων του πάπα της ατονικότητας Άρνολντ Σένμπεργκ στο Πανεπιστήμιο του UCLA. Η μουσική του καριέρα άρχισε ουσιαστικά στα τέλη της δεκαετίας του '40 με δύο γκρουπ, ένα οκτέκτο και ένα τρίο, που έφεραν το όνομά του, με πιο γνωστό συνεργάτη τον βιμπραφωνίστα και ντρέμερ Καρλ Τσέιντερ.
Έχοντας αναρρώσει πλήρως από ένα θαλάσσιο ατύχημα που παρ’ ολίγο να του κοστίσει τη ζωή, δημιούργησε το 1951 ένα κουαρτέτο, το Dave Brubeck Quartet, με το οποίο έμελλε να δοξαστεί. Με βάση το Σαν Φρανσίσκο άρχισε να παίζει σε κλαμπ και πανεπιστημιακά αμφιθέατρα της περιοχής και να γίνεται γνωστός. Το πρώτο του άλμπουμ για την Columbia με τίτλο Jazz Goes to College (1954) τον σύστησε για τα καλά στο αμερικάνικο κοινό. Την ίδια χρονιά έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό TIME, όντας μόλις ο δεύτερος τζαζίστας που απολάμβανε αυτή την τιμή (ο πρώτος ήταν ο Λούις Άρμστρονγκ το 1949). Ο Μπρούμπεκ δεν ενθουσιάστηκε, αφού θεωρούσε ότι έγινε εξώφυλλο για φυλετικούς λόγους, επειδή ήταν λευκός. Πίστευε ότι υπήρχαν απείρως καλύτεροι από αυτόν αφροαμερικανοί τζαζίστες, που άξιζαν αυτής της τιμής.
Το 1958 το κουαρτέτο του απέκτησε την οριστική μορφή: Ντέιβ Μπρούμπεκ (πιάνο), Πολ Ντέσμοντ (άλτο σαξόφωνο), Γιουτζίν Ράιτ (κοντραμπάσο) και Τζο Μορέλο (ντραμς). Το 1959 μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το άλμπουμ Time Out, με το οποίο άφησε το αποτύπωμά του στην ιστορία της τζαζ μουσικής. Ένα άλμπουμ με πρωτότυπες συνθέσεις, που η Columbia δίσταζε να κυκλοφορήσει, επειδή οι συνθέσεις του ήταν γραμμένες σε ασυνήθιστους για τη δυτική μουσική ρυθμούς 9/8 (ο ρυθμός του ζεϊμπέκικου), 5/4, 3/4 και 6/4, τους οποίους είχε ανακαλύψει κατά τη διάρκεια της περιοδείας του σε Ευρώπη και Ασία. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τελικά στις 14 Δεκεμβρίου 1959 και γνώρισε τεράστια επιτυχία, με συνθέσεις, όπως τα Take Five, Blue Rondo A La Turk και Three to Get Ready. Υπήρξε το πρώτο άλμπουμ της τζαζ που ξεπέρασε σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα και έγινε πλατινένιο.
Η επιτυχία του Μπρούμπεκ συνεχίστηκε και στη δεκαετία του '60 με καταιγισμό από άλμπουμ, ένα από τα οποία, το At Carnegie Hall του 1963, υμνήθηκε από την κριτική ως ένα από τα καλύτερα λάιβ άλμπουμ της τζαζ μουσικής. Ο τελευταίος δίσκος με το κουαρτέτο του ήταν το Anything Goes και κυκλοφόρησε το 1966. Στα τέλη του 1967 διέλυσε το περίφημο κουαρτέτο του και περιόρισε τις συναυλίες για να αφοσιωθεί στη σύνθεση εκτεταμένων ορχηστρικών και χορωδιακών έργων (The Light in the Wilderness, Mass to Hope, Τhe Gates of Justice κ.ά.)
Στη χώρα μας εμφανίσθηκε δύο φορές. Στις 16 Ιουλίου 1983 στο Ηράκλειο της Κρήτης και στις 28 Ιουνίου 1996 στο Θέατρο του Λυκαβηττού στην Αθήνα.
Ο Ντέιβ Μπρούμπεκ πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 2012 από καρδιακή προσβολή στο Νόργουοκ του Κονέκτικατ.