ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΙΣ 2.800.000 ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ.

Wednesday, September 23, 2009

Ο δίσκος έγινε 122 χρονων

Ο δίσκος έγινε 122 χρονων το 2009. Η υπεραιωνόβια εφεύρεση του Emile Berliner, που τότε θεωρήθηκε «θαύμα», αναπτύχθηκε πέρα από κάθε προσδοκία. Ο περιορισμένων δυνατοτήτων κύλινδρος έγινε επίπεδος δίσκος, που έτρεχε με 78 στροφές, με 33, με 45 και μετά με την ψηφιακή τεχνολογία έγινε ακόμα μικρότερος, ως CD ή ως MD.
Ήταν μόλις 19 χρονών ο Berliner, όταν μετανάστευσε από το Αννόβερο της Γερμανίας. Έφθασε απένταρος στη Νέα Υόρκη, όπως, άλλωστε, και οι περισσότεροι μετανάστες της εποχής και για τρία χρόνια εργάστηκε ως υπάλληλος σε κατάστημα της Ουάσιγκτον.
Αναποφάσιστος για το μέλλον του, εγκατέλειψε την δουλειά του κι άρχισε να ταξιδεύει στις ΗΠΑ για τα επόμενα τρία χρόνια. Για να ζήσει δεχόταν οποιαδήποτε εργασία. Σε μια από αυτές έπλενε μπουκάλια για το εργαστήριο του Constantine Fahlberg, τον άνθρωπο που αργότερα θα παρασκεύαζε την σακχαρίνη.
Το περιβάλλον του εργαστηρίου τον ενέπνευσε πιθανότατα να σπουδάσει χημεία και φυσική. Επέστρεψε στην Ουάσιγκτον, ξαναβρήκε την παλιά δουλειά του στο ίδιο κατάστημα υφασμάτων να τον περιμένει και παράλληλα δημιούργησε εργαστήριο, στο σπίτι του, όπου άρχισε να πειραματίζεται στον χώρο του ηλεκτρισμού και της ακουστικής.
Η πρώτη επιτυχία του Berliner ήταν η προσπάθεια του να βελτιώσει το τηλέφωνο του Alexander Bell, που πούλησε στην τηλεφωνική εταιρεία “Bell”. Μετά επέστρεψε στην Γερμανία για να ανοίξει μια τηλεφωνική επιχείρηση με τον αδερφό του Joseph. Κερδίζει πολλά χρήματα που του επιτρέπουν να μετακομίσει στην Ουάσιγκτον και ν’ αρχίσει πειράματα στην ηχογράφηση του ήχου.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1887 έκανε αίτηση στην υπηρεσία ευρεσιτεχνίας για ένα μηχάνημα που χρησιμοποιούσε γυάλινο δίσκο ο οποίος γύριζε πάνω σε μια περιστρεφόμενη επιφάνεια και χαραζόταν από μια βελόνα που στηριζόταν σε έναν βραχίονα. Κατοχύρωσε το όνομα «γραμμόφωνο» για την εφεύρεση του.
Ο σκληρός δίσκος του Berliner ήταν εντυπωσιακός αλλά δεν ήταν σοβαρός αντίπαλος για τον κύλινδρο – το δημοφιλέστερο μηχανικό μέσο ακρόασης μουσικής την εποχή εκείνη. Πέρασαν έξι χρόνια πριν ο Berliner προχώρησε στην βελτίωση της εφεύρεσης του που θα επέτρεπε την καθιέρωση του δίσκου. Ήταν όταν συνέλαβε την ιδέα να κατασκευάσει μια εφεδρική μεταλλική μήτρα της αρχικής ηχογράφησης, προκειμένου να δημιουργήσει μια στάμπα ή καλούπι για την εκτύπωση χιλιάδων δίσκων από ένα ειδικό, πλαστικό υλικό. Έως τότε μερικοί δημοφιλείς τραγουδιστές ηχογραφούσαν χιλιάδες φορές το ίδιο κομμάτι αφού δεν υπήρχε τρόπος δημιουργίας αντιγραφων.
Αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα και μολονότι ο Edison και άλλοι εφευρέτες της εποχής μπορούσαν να δημιουργήσουν αντίγραφα κυλίνδρων σε προσιτή τιμή χρησιμοποιώντας φυγοκεντρωτή, η μεγάλη ευκολία εκτύπωσης επίπεδων δίσκων έδωσε το προβάδισμα στο νέο προϊόν.
Οι πρώτοι δίσκοι κατασκευάζονταν από σκληρό λάστιχο ή εβονίτη, αλλά η ηχογράφηση δεν ήταν μόνιμη κι έτσι ο Berliner απευθύνθηκε στην Durinoid Button Company, που το νέο υλικό τους βασισμένο στο βερνίκι γομμαλάκκας αποδείχθηκε πολύ πιο επιτυχημένο.
Το υλικό αυτό συνέχισε ν’ αποτελεί την βάση για όλους τους δίσκους γραμμοφώνου στα επόμενα πενήντα χρόνια – έως την εμφάνιση των δίσκων βινυλίου κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα μηχανήματα που έπαιζαν τους δίσκους ή γραμμόφωνα (gramophones) κουρδίζονταν με το χέρι σε μια ταχύτητα 70 rpm (στροφών ανά λεπτό) και κατασκευάζονταν μετά από παραγγελία του Berliner από έναν Γερμανό κατασκευαστή παιχνιδιών – άλλωστε εκείνη την εποχή θεωρούσαν τους δίσκους κάτι περισσότερο από παιχνίδι.
Παρ’ όλα αυτά ο Berliner δεν είχε το μονοπώλιο. Οι κύλινδροι πουλούσαν ακόμα. Οι δίσκοι με κατακόρυφη κοπή του Berliner είχαν ανταγωνισμό από δίσκους με κοπή πλευρική. Το 1910 φαίνεται καθαρά ότι ο Berliner προηγείται, ενώ οι δύο άλλες φόρμες ηχογράφησης παρέμειναν στην αγορά για 10-15 χρόνια ακόμα.
Το πρώτο γραμμόφωνο που δούλευε με μηχανισμό ρολογιού εμφανίστηκε το 1895. Εφευρέτης του ήταν ο Eldridge R. Johnson, ένας μηχανικός ραπτομηχανών από το Κάμντεν της Νέας Υερσεης.
Οι πρώτες βελτιώσεις του γραμμοφώνου περιλάμβαναν αλλαγές στην απόδοση του ήχου. Ένας Ιταλός μετανάστης στη Νέα Υόρκη, ο Gianni Bettini, που ο «μικροφωνογράφος» του περιείχε μια «αράχνη» η οποία άγγιζε το διάφραγμα σε αρκετά σημεία και έδινε καλύτερο ήχο – πιο μαλακό – απ’ ότι η απευθείας σύνδεση βελόνας με το διάφραγμα. Στον Bettini επίσης αποδίδεται η ανέλιξη του φωνογράφου, όταν έπεισε τα μεγάλα αστέρια της όπερας να ηχογραφήσουν δίσκους. Η Berliner Gramophone Company είχε επιτυχία, επίσης, με το «βελτιωμένο γραμμόφωνο» το 1897, που διέθετε και νέο ηχείο και μηχανισμό.
Έγινε παγκόσμια γνωστό ως θέμα του έργου ζωγραφικής “His Master’s Voice” που παρουσιάζει έναν σκύλο, τον Nipper, ν’ ακούει την «φωνή του κυρίου» του από ένα χωνί φωνογράφου. Το έργο αυτό έγινε σήμα κατατεθέν για την Victor Talking Machine Company, την φωνογραφική εταιρία HMV και (σε ορισμένες χώρες) την RCA Victor.
Σύμφωνα με τον οδηγό ρεκόρ Guiness, ο πρώτος ευρωπαϊκός κατάλογος γραμμοφώνων εκδόθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1898, για να μοιραστεί στους καταστηματάρχες που πουλούσαν φωνογράφους και δίσκους.
Παρ’ όλα αυτά οι δίσκοι είχαν περιορισμούς στην απόδοση τους, λόγω της πρωτόγονης ακουστικής μεθόδου ηχογράφησης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 το γραμμόφωνο και οι δίσκοι πρωταγωνιστούσαν στην κοινωνική ζωή – σε Ευρώπη και Αμερική. Τότε εμφανίζεται το ραδιόφωνο, που ήταν ένα νέο μέσο ψυχαγωγίας με βελτιωμένη ηχητική ποιότητα, σε σύγκριση με το γραμμόφωνο. Οι πωλήσεις των δίσκων άρχισαν να μειώνονται επικίνδυνα και, ακόμα και η γιγαντιαία φωνογραφική εταιρία Columbia αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα.
Οι κανονικές εκπομπές άρχισαν όταν ο σταθμός KDKA του Πίτσμπουργκ πήρε άδεια λειτουργίας το 1920 για να λειτουργεί μια ώρα κάθε μέρα στα 360 μέτρα (στα μεσαία). Στην Αγγλία οι σποραδικές εκπομπές σε τακτικό πρόγραμμα άρχισαν το 1922 με την δημιουργία της British Broadcasting Company (που έγινε δημόσιος οργανισμός επτά χρόνια αργότερα), όταν ήδη 500 ραδιοφωνικοί σταθμοί είχαν άδεια λειτουργίας στις ΗΠΑ.
Μολονότι το συνόδευαν σφυρίγματα και παράσιτα, η ηχητική ποιότητα αυτών των πρώτων ραδιοφωνικών συσκευών ήταν σαφώς ανώτερη από τα περισσότερα γραμμόφωνα.
Η μουσική βιομηχανία παρ’ όλα αυτά επέζησε, χάρη στη νέα τεχνολογία που έκανε το ραδιόφωνο τόσο αποτελεσματικό στην μέθοδο αναπαραγωγής των ήχων της μουσικής.
Τα μικρόφωνα που χρησιμοποιούσαν για το ραδιόφωνο μετέτρεπαν τα ηχητικά σήματα σε ηλεκτρικό ρεύμα που μπορούσε να περάσει από σύρματα χωρίς σοβαρές απώλειες ώσπου να φθάσει στον ακροατή. Χρησιμοποιώντας μια θερμιονική βαλβίδα, αυτή η λειτουργία μπορούσε να εφαρμοστεί για την βελτίωση της εγγραφής της μήτρας.
Η εμφάνιση του μικροφώνου και της ηλεκτρικής ηχογράφησης βοήθησε στην ανάπτυξη της δισκογραφικής βιομηχανίας. Η πρώτη εταιρία που κυκλοφόρησε ηλεκτρικές ηχογραφήσεις στην αγορά των ΗΠΑ ήταν η Marsh Recording Laboratories του Σικάγου, το φθινόπωρο του 1924, με την ετικέτα “Autograph”.
Περίπου την ίδια εποχή η Bell Telephone Laboratories έκανε σημαντικές προόδους στην ηλεκτρική ηχογράφηση κι έδωσε την άδεια στις εταιρίες Victor και Columbia να εκδώσουν – με το δικό της σύστημα – τους πρώτους ηλεκτρικούς δίσκους το 1925.
Ο πρώτος δίσκος της Columbia είχε το τραγούδι “John Peel”, που ηχογραφήθηκε στην Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, από 850 χορωδούς. «Ήταν πιο δυνατός από έναν συνηθισμένο ακουστικό δίσκο. Η κλίμακα συχνοτήτων είχε επεκταθεί και προς τα κάτω και προς τα πάνω, περίπου σε 100 – 5000 Hertz, δίνοντας συμπαγή ήχο στα μπάσα και καθαρότητα στα πρίμα, που δυστυχώς οι παλιότερες ηχογραφήσεις δεν είχαν». Έτσι περιέγραφε τον δίσκο ο John Borwick, εμπειρογνώμων σε θέματα ήχου, στο περιοδικό “The Gramophone”.
Με τον εξηλεκτρισμό των ηχογραφήσεων άρχισε η ραγδαία άνοδος των πωλήσεων για φωνογράφους, γραμμόφωνα ή, γενικά, τα μηχανήματα που αναπαραγάγουν το περιεχόμενο των «ραδιογραμμάτων» (ραδιοφωνικών συσκευών).
Το μηχάνημα που δεχόταν πολλούς δίσκους, οι οποίοι αυτόματα άλλαζαν, έκανε την εμφάνιση του το 1927 από την Victor και το πρώτο ανάλογο αυτόματο μηχάνημα παρουσιάσθηκε στην Αγγλία, το 1932, από την Garrard.
Οι πωλήσεις των δίσκων άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και τα θεμέλια των σημερινών μεγάλων εταιριών άρχισαν να εμφανίζονται: ο Eldridge Johnson πούλησε την Victor Company. Την αγόρασε η Radio Corporation of America και την ονόμασε RCA Victor. Η Gramophone Company και η Columbia Gramophone Company στην Αγγλία συγχωνεύθηκαν για να δημιουργήσουν την Electrical & Musical Industries (EMI) και το 1938 η Columbia Αμερικής αγοράστηκε από την Columbia Broadcasting System (CBS).
O Emil Berliner πέθανε το 1929 και την ίδια χρονιά το μεγάλο κραχ της Ουώλλ Στρητ προκάλεσε τεράστιες ζημιές στην δισκογραφική βιομηχανία, καθώς οι δίσκοι και τα γραμμόφωνα έγιναν είδη πολυτελείας.
Στην δεκαετία του ’30 οι απαιτήσεις για την ποιότητα είχαν αυξηθεί, γεγονός που υπογραμμίζεται από την ευρεία χρήση του όρου «υψηλή ποιότητα» (high fidelity), που επέβαλε την κατασκευή μηχανημάτων αναπαραγωγής δίσκων υψηλής ποιότητας.
Τον όρο “high fidelity” φαίνεται ότι τον καθιέρωσε ο Harold Hartley, ένας μηχανικός που εργαζόταν στην εταιρία English Electric, ως περιγραφή των βελτιωμένων ραδιοφωνικών συσκευών και ηλεκτρικών γραμμοφώνων , αλλά η ευρεία χρήση του καθιερώθηκε όταν υιοθετήθηκε από τους σταθμούς των ΗΠΑ το 1934.
Στην δεκαετία του ’30 η εξάπλωση των τζουκ μπόξ στις ΗΠΑ έδωσε νέα πνοή στην δισκογραφική βιομηχανία αφού παρακινούσε τον κόσμο να αγοράσει τους δίσκους που ακούγονταν στα μπαρ, τα ζαχαροπλαστεία και τις λέσχες. Ήταν αυτό το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τους δίσκους που οδήγησε το 1940 το περιοδικό Billboard στην καθιέρωση της δημοσίευσης ενός εβδομαδιαίου καταλόγου με τα πιο εμπορικά τραγούδια.
Τόσο στην δεκαετία του ’30 όσο και του ’40 αναπτύχθηκαν διάφορες τεχνικές βελτίωσης του ήχου στους δίσκους 78 στροφών από γομμαλάκα, συμπεριλαμβανομένων των δίσκων “ffrr” (ηχογράφηση σε κλίμακα πλήρους συχνότητας) της Decca, αλλά ήταν αδύνατον να ξεπεραστούν οι βασικοί περιορισμοί – ο δίσκος ήταν βαρύς, εύθραυστος και η κάθε πλευρά είχε διάρκεια μόλις 4,30 λεπτών.
Αργότερα ήρθε ή εμφανίστηκε η βελτίωση που άλλαξε το σκηνικό – ο δίσκος μακράς διαρκείας 33⅓ στροφών (LP), εφεύρεση της αμερικανικής Columbia, η οποία εμφανίστηκε τον Ιούνιο 1948. Γρήγορα ακολούθησε ο δίσκος 45 στροφών και 7 ιντσών από την RCA Victor. Η ΕΜΙ αντιστάθηκε στην πρόσκληση των 33⅓ στροφών έως το 1952.
Το λανσάρισμα των LP έδινε εμφάνιση στο κύριο προτέρημα τους. Την εκτενή ηχογράφηση – αναπαραγωγή τραγουδιών μακράς διαρκείας. Ακόμα ήταν εμφανής η απουσία θορύβων και ξεχώριζε ο ήχος υψηλής πιστότητας, χάρη στο ήσυχο, απαλό, άθραυστο υλικό από βινύλιο. Άλλο προτέρημα ήταν η ελαφριά κεφαλή ανάγνωσης μόλις 6 γραμμαρίων.
Εκτός από την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου μηχανήματος – για την αναπαραγωγή του περιεχομένου των δίσκων – που να διαθέτει τη νέα ταχύτητα 33½ στροφών, το άλμπουμ έφερε νέους τύπους βελόνας ή κεφαλής. Πιο πριν χρησιμοποιούνταν βελόνες, που μετά από μερικές χρήσεις η μυτερή άκρη γινόταν επίπεδη από την τριβή, την φθορά και έπρεπε να αντικατασταθούν.
Οι νέες συνθήκες επέβαλαν να κατασκευάζεται η γραφίδα ανάγνωσης (ή βελόνα) με μεγάλη ακρίβεια στην ακτίνα της άκρης της και με όσο το δυνατόν πιο σκληρό υλικό – από ζαφείρι ή διαμάντι, για να διατηρεί τις κατάλληλες διαστάσεις για την αναπαραγωγή πολλών δίσκων – άνω των 100 ωρών.
Ήταν τότε που τα μηχανήματα είχαν τρεις ταχύτητες: 33½ για τα άλμπουμ, 45 στροφές για τους νέους μικρούς δίσκους των επτά ιντσών και 78 στροφές για τους παλιούς δίσκους.
Η εμφάνιση του LP (ή άλμπουμ όπως το ονόμασαν οι Αμερικανοί) προκάλεσε την δημιουργία εξωφυλλων με έγχρωμες φωτογραφίες ή σχέδια στο μπροστινό μέρος και, συνήθως, κειμένων στο πίσω. Ο σχεδιασμός των εξώφυλλων του LP τώρα αναγνωρίζεται ως είδος τέχνης με τα δικά της βραβεία κι εκθέσεις.
Δέκα χρόνια μετά την εμφάνιση του LP στην τεχνική της ηχογράφησης προστέθηκε ο στερεοφωνικός ήχος. Η ιδέα του στερεοφωνικού ήχου δεν ήταν νέα (όπως π.χ. η εταιρία Neophone είχε εφεύρει ένα δίσκο 500 χιλιοστομετρων το 1940 και ο Edison είχε γράψει 40 λεπτά μουσικής σε ένα μόνο δίσκο το 1927) αφού ο Γάλλος μηχανικός Clement Ader προτρέχοντας τον είχε παρουσιάσει 75 χρόνια πριν.
Ο Ader είχε στήσει «μικρόφωνα» πάνω σε βέργες στο αριστερό και δεξιό μέρος της σκηνής στην Όπερα των Παρισίων για την έκθεση της γαλλικής πρωτεύουσας το 1881 και τα συνέδεσε με τηλεφωνικές γραμμές. Στις άκρες υπήρχαν ακουστικά. Φορώντας τα ακουστικά οι επισκέπτες άκουγαν με έκπληξη ότι μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις κινήσεις των τραγουδιστών προς τα αριστερά ή δεξιά και να απολαμβάνουν πιο φυσικούς ήχους.
Πενήντα χρόνια αργότερα, ένας Βρετανός μηχανικός, ο A. D. Brumlein κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μια μέθοδο στερεοφωνικής ηχογράφησης, 25 χρόνια πριν η δισκογραφική βιομηχανία ετοιμαστεί να αγκαλιάσει την τεχνολογία “stereo”.
Οι στερεοφωνικές μαγνητοταινίες εμφανίσθηκαν στην αγορά στα μέσα της δεκαετίας του ’50 αλλά μόλις τον Μάρτιο του 1958 η RIAA (Recording Industry Association of America) συνέστησε το σύστημα Westrex 45/45 ως το παγκόσμιο στάνταρντ. Οι στερεοφωνικοί δίσκοι έγιναν για πρώτη φορά ευρέως διαθέσιμοι στο εμπόριο στις ΗΠΑ και Αγγλία το καλοκαίρι του 1958.
Για ένα διάστημα οι στερεοφωνικοί και μονοφωνικοί δίσκοι συμβίωσαν αλλά με την έκρηξη της μουσικής στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και την εμφάνιση φθηνών στερεοφωνικών φορητών μαγνητοφώνων, άρχισε η πτώση της μονοφωνίας. Έτσι το 1968 η ΕΜΙ αρχίζει να εκδίδει όλους τους δίσκους κλασικής μουσικής σε στέρεο.
Αυτή την περίοδο παρουσιάζεται ένα ακόμα σύστημα ήχου – το τετραφωνικό (“quadraphonic”). Στάθηκε αδύνατο να συμφωνήσουν οι εταιρείες δίσκων σε ένα στάνταρντ και το κοινό αρνούνταν να προσθέσει άλλα δύο ηχεία και ν’ ακούει δίσκους από τέσσερις πηγές μόνο με δύο… αυτιά.
Εκεί που απέτυχε το τετραφωνικό, πέτυχε η Philips με την επινόηση του φορητού κασετοφώνου – πρώτα με άγραφες και μετά με προηχογραφημένες κασέτες. Για πρώτη φορά το κασετόφωνο της Philips εμφανίστηκε στο Berlin Radio Show (1963), γρήγορα καθιερώθηκε κι εξαφάνισε το αντίπαλο και πιο ογκώδες 8 track cartridge. Βέβαια η ευκολία ηχογράφησης στο κασετόφωνο προκάλεσε πονοκέφαλο στις δισκογραφικές εταιρίες αφού οι νέοι προτιμούσαν να δανείζονται δίσκους και να τους αντιγράφουν ή να γράφουν ότι καινούριο άκουγαν από το ραδιόφωνο.
Αλλά το πιο σημαντικό βήμα στην εξέλιξη του ηχογραφημένου δίσκου ήρθε με την ψηφιακή τεχνολογία, ενισχύοντας ριζικά και ανυπέρβλητα την ποιότητα του ήχου της μουσικής και ανοίγοντας το δρόμο στον δίσκο compact, που όπως υποστηρίζεται έσωσε τις μονογραφικές εταιρίες στην δεκαετία του ’80.
Η χρήση της ψηφιακής τεχνικής άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν η γιαπωνέζικη εταιρία Nippon Columbia υιοθέτησε τον παλμικό κώδικα διαμόρφωσης στις ηχογραφήσεις. Αμέσως ακολούθησαν άλλες εταιρίες που αναγνώρισαν τα πλεονεκτήματα της ψηφιακής ηχογράφησης. Εκτός από τον περιορισμό των θορύβων ή παραμορφώσεων τα ηχογραφημένα «μαστερ» ή μίτρες εξασφάλιζαν ανώτερο στερεοφωνικό διαχωρισμό, ηχητική διαύγεια, δυναμική κλίμακα και σταθερότητα στην ταχύτητα.
Ήδη το 1980 πολλά άλμπουμ έφεραν την λέξη «ψηφιακός» και οι εταιρίες υποστήριζαν τις αρετές της νέας τεχνικής στις ηχογραφήσεις. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν αναλογικοί δίσκοι από ψηφιακές μήτρες. Η λύση βρέθηκε με την εφεύρεση του ψηφιακού δίσκου compact, πρώτα από την Philips και αργότερα σε συνεργασία με την Sony, που επιτρέπει την αποθήκευση, ψηφιακά, πληροφοριών στην επιφάνεια ενός πλαστικού δίσκου με διάμετρο 120 χιλιοστομετρων ο οποίος έχει επικάλυψη από ανακλαστικό αλουμίνιο. Με την σειρά του το αλουμίνιο καλύπτεται από ένα καθαρό πλαστικό, που χρησιμεύει ως προστατευτική επίστρωση. Η επιφάνεια δεν φθείρεται και δεν υπάρχουν θόρυβοι ή παράσιτα διότι δεν υπάρχει επαφή μεταξύ του δίσκου και οποιαδήποτε μορφή βελόνας. Η ψηφιακή πληροφορία αποθηκεύεται σε “pits” στον δίσκο και διαβάζεται από μιαν ακτίνα λέιζερ. Χρησιμοποιώντας μια σταθερή ταχύτητα 125 εκ. το δευτερόλεπτο, έτσι ο δίσκος τρέχει με περίπου 500 στροφές το λεπτό στο κέντρο και υποχωρεί στις 215 στροφές προς το χείλος.
Αλλά η επανάσταση του CD μόλις τώρα αρχίζει. Καθώς και όλα τα παράγωγά του. Όπως το CD-R, το MD (mini disc) ή το DVD (digital video disc), που αρχίζουν να κατακτούν τους φίλους του ήχου, αλλά και της εικόνας σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του πλανήτη μας. Λίγο μετά το 2000 είναι αδύνατον πλέον η φαντασία να συλλάβει το μέσο με το οποίο ο ακροατής του 21ου αιώνα θα απολαμβάνει την αγαπημένη του μουσική. Το πιθανότερο είναι ότι ένα σύστημα θα επιτρέπει στον χρήστη να βλέπει, να ακούει και να διαλέγει από ένα ατελείωτο ρεπερτόριο επιλογών.

Οι πιο σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία του δίσκου
1877: Ο Thomas Edison κάνει αίτηση ευρεσιτεχνίας για τον φωνογράφο – μεταλλικός κύλινδρος
1887: Τον πρώτο επίπεδο δίσκο (από τσίγκο) παρουσιάζει στις ΗΠΑ ο Emile Berliner, ο οποίος δέκα χρόνια πριν είχε εφεύρει το μικρόφωνο
1891: Η Columbia Phonograph Co της Ουάσιγκτον εκδίδει τον πρώτο κατάλογο δίσκων
1897: Ο Berliner ιδρύει την Gramophone Company στο Λονδίνο
1897: Το πρώτο στούντιο ηχογραφήσεων ανοίγει στην Φιλαδέλφεια από τον Fred Gaisberg
1898: Ο αδερφός του Berliner, Joseph, δημιουργεί το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων Deutsche Grammophon στο Αννόβερο της Γερμανίας
1899: Η Clara But είναι η πρώτη διεθνώς γνωστή τραγουδίστρια που ηχογραφεί δίσκο
1902: Οι πρώτες ηχογραφήσεις του Enrico Caruso για την Gramophone Company στο Μιλάνο
1903: Κυκλοφορούν οι πρώτοι δίσκοι 12 ιντσών και οι πρώτοι δίσκοι με ηχογραφημένες και τις δύο πλευρές
1920: Το “Dardanella” του Ben Selvin είναι ο πρώτος δίσκος που πούλησε πάνω από τρία εκατομμύρια αντίτυπα
1925: Εφαρμόζονται οι ηλεκτρικές ηχογραφήσεις και καταργούνται οι ακουστικές
1931: Ο Alan Blumlein της Gramophone Company κατοχυρώνει τα δικαιώματα του για την στερεοφωνική ηχογράφηση
1933: Τα τζουκ μποξ κατακλύζουν τα μπαρ και άλλους δημόσιους χώρους στις ΗΠΑ. Έως το 1939 ο αριθμός τους θα φθάσει τις 225.000
1940: Η ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney “Fantasia” είναι η πρώτη σημαντική προσπάθεια στην εφαρμογή στερεοφωνικού ήχου στον κινηματογράφο
1948: Ο πρώτος δίσκος μακράς διαρκείας εκδίδεται από την Columbia στις ΗΠΑ
1949: Η RCA Victor παρουσιάζει τον δίσκο 45 στροφών στις ΗΠΑ
1950: Τα πρώτα LP εκδίδονται στην Αγγλία, από την Decca και στην Γαλλία από την L’ Oiseau Lyre
1950: Τα πρώτα μαγνητόφωνα (open reel) κυκλοφορούν στο ελεύθερο εμπόριο
1952: Η DGG παρουσιάζει τα LP στην γερμανική αγορά και η ΕΜΙ στην Αγγλία
1953: Κυκλοφορούν οι πρώτοι δίσκοι ΕP (extended play) των 45 στροφών και 7 ιντσών με τρία έως πέντε τραγούδια
1954: Το πρώτο τραγούδι του ροκ’ ν’ ρολλ “Rock around the clock” κάνει τον γύρο του κόσμου, αλλάζοντας για πάντα την μουσική
1958: Οι εταιρίες των ΗΠΑ και Αγγλίας αρχίζουν την εκτύπωση στερεοφωνικών δίσκων
1962: Η ΕΜΙ της Αγγλίας διακόπτει την παραγωγή δίσκων 78 στροφών
1963: Κυκλοφορούν τα φορητά κασετόφωνα της Philips
1970: Εμφανίζεται ο τετρακαναλικός ήχος
1979: Ο δίσκος compact (CD) παρουσιάζεται στα ΜΜΕ από την Philips
1982: CD και μηχανήματα αναπαραγωγής τους λανσάρονται στην Ιαπωνία από τις CBS / Sony, Toshiba / EMI, Hitachi και Sharp
1983: Ευρωπαϊκή παρουσίαση του CD από την Polygram και του CD player από τις εταιρίες Philips / Sony / Hitachi και από την Marantz

No comments:

Post a Comment