Η λέξη payola αποτελεί προϊόν δυο λέξεων: της λέξης pay (πληρώνω) και της λέξης Victrola (πικάπ δίσκων μακράς διαρκείας), που πέρασε στην αγγλική γλώσσα μέσω της δισκογραφικής βιομηχανίας.
Payola λοιπόν είναι η παράνομη πρακτική της καταβολής χρημάτων ή δωροδοκία από την πλευρά των δισκογραφικών εταιριών για τη μετάδοση συγκεκριμένου τραγουδιού ή τραγουδιών, ως μέρος του περιεχομένου μιας εκπομπής. Σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία, η μετάδοση ενός συγκεκριμένου τραγουδιού αντί χρημάτων επιτρέπεται μόνο όταν αυτό εντάσσεται στο διαφημιστικό χρόνο, συνεπώς μεταδίδεται ως διαφήμιση. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εντάσσεται στην κανονική ροή μεταδόσεως τραγουδιών (airplay).
Η πρώτη περίπτωση payola που έφτασε στα δικαστήρια ήταν στις 9 Μαΐου του 1960 στις ΗΠΑ, όταν ο Alan Freed κατηγορήθηκε για την αποδοχή 2.500 δολαρίων, τα οποία ισχυρίστηκε ότι του δόθηκαν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και δεν επηρέασαν καθόλου – σύμφωνα με τον ίδιο – το airplay της εκπομπής του.
Είναι κάτι παραπάνω από σαφές λοιπόν ότι όσο περισσότερες φορές μεταδίδεται ένα τραγούδι, τόσο περισσότερο αυτό λειτουργεί θετικά στην αύξηση της δημοτικότητάς του. Αποτέλεσμα; Γίνεται επιτυχία, κάτι που συνεπάγεται αύξηση των κερδών από τις πωλήσεις του για τη δισκογραφική εταιρεία στην οποία ανήκει.
Η payola ήταν δημοφιλής πρακτική σε χώρες που αφενός μεν είχαν μεγάλη αγορά (Η.Π.Α., Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Καναδάς, Αυστραλία κ.α.), αφετέρου διαμόρφωναν τις επιτυχίες μέσω της απήχησης των charts τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Επομένως, δεν είχε ουσιαστικά νόημα να χρηματίσεις κάποιον Έλληνα ραδιοφωνικό παραγωγό ̸ παρουσιαστή για να κάνει επιτυχία το νέο τραγούδι του Michael Jackson ή της Madonna. Η επιτυχία σε αυτές τις περιπτώσεις είχε ήδη συντελεστεί από το εξωτερικό. Νόημα όμως είχε ο χρηματισμός για να «βομβαρδίσεις» μέσα από τις εκπομπές σου το κοινό και να καθιερώσεις ένα πρωτοεμφανιζόμενο εγχώριο καλλιτέχνη, ή να αντιμετωπίσεις προνομιακά στο σύνολό τους τις κυκλοφορίες μιας συγκεκριμένης δισκογραφικής εταιρείας.
Η payola στην Ελλάδα
Θυμάμαι ότι στη δεκαετία του ’80 είχαν προκύψει στη χώρα μας δυο τέτοια θέματα. Το πρώτο αφορούσε τον παρουσιαστή μιας τηλεοπτικής μουσικής εκπομπής που πρόβαλε video clips. Δεν αποδείχθηκε όμως ποτέ η κατηγορία, ενώ δεν είμαι σίγουρος ότι η υπόθεση έφθασε μέχρι στο δικαστήριο. Η σπουδαιότητα μιας τέτοιας μεροληπτικής συμπεριφοράς ήταν πολύ μεγάλη τότε. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές πανελλαδικής εμβέλειας ήταν μόνο αυτές του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Η δεύτερη περίπτωση payola στα ελληνικά χρονικά αφορούσε το ραδιόφωνο και είχε ως πρωταγωνιστές τον διευθυντή ρεπερτορίου μιας δισκογραφικής εταιρίας από τη μια πλευρά και μια ομάδα τεσσάρων παρουσιαστών μουσικών εκπομπών διεθνούς ρεπερτορίου της ΕΡΤ από την άλλη. Η κατηγορία αφορούσε την απαίτηση χρημάτων από την ομάδα των τεσσάρων για να μεταδώσουν συγκεκριμένη κυκλοφορία εγχώριου καλλιτέχνη με απώτερο σκοπό την… επιτυχία. Η ΕΡΤ είχε αποφασίσει την παύση των εκπομπών των τεσσάρων μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελική απόφαση του δικαστηρίου, θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι οι κατηγορούμενοι συνέχισαν τις εκπομπές τους από κάποια στιγμή κι έπειτα.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι. Είναι άλλο πράγμα να δέχεσαι ένα συμβολικό δώρο τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα από έναν συνεργάτη σου και εντελώς διαφορετικό να δέχεσαι χρηματικά ποσά για να ευνοείς μία συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρεία εις βάρος των υπολοίπων. Ένα καλάθι με ποτά, ή κάποιο αναμνηστικό δώρο από καλλιτέχνη (μπλουζάκι, σακίδιο κλπ.) – για παράδειγμα – σαφώς δεν αποτελούν περίπτωση payola. Κι εγώ ο ίδιος έχω πολλά στην κατοχή μου από εκείνες τις μέρες.
Το playlist στην Ελλάδα
Ας έρθουμε όμως στο σήμερα, ή μάλλον στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας για περισσότερο από μια δεκαετία. Όπως όλα σχεδόν γύρω μας αλλάζουν και προσαρμόζονται στις ανάγκες και τις επιταγές της επικαιρότητας, έτσι και η payola έχει περάσει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η payola – αν και όπου συνέβαινε – έχει δώσει τη θέση της στο playlist και τις εταιρίες που αναλαμβάνουν τη διαμόρφωση της συνολικής λίστας μεταδόσεων τραγουδιών των ραδιοφωνικών σταθμών. Τέτοιες εταιρίες έχουν αναλάβει τα playlists και των περισσότερων επιτυχημένων εμπορικά ραδιοφωνικών σταθμών της χώρας μας. Δυο είναι οι δημοφιλέστερες από τις συγκεκριμένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και βοηθούν στη διαμόρφωση του συνολικού προφίλ ενός σταθμού: μια σκανδιναβική και μια αμερικανική. Οι έρευνες που διενεργούν δεν περιορίζονται στην έρευνα και παροχή τελικά της λίστας με τα πιο αγαπημένα τραγούδια του κοινού, αλλά και σε παροχή άλλων χρήσιμων πληροφοριών, όπως: πόσο συχνά επιθυμούν οι ακροατές να ακούν τον παρουσιαστή να μιλάει, ποια να είναι η ιδανική διάρκεια κάθε παρουσίας του (on), ποια θα πρέπει να είναι η θεματολογία του on, πως πρέπει να πλασάρονται οι όποιοι διαγωνισμοί κλπ. Οι έρευνες αυτές διενεργούνται άλλοτε τηλεφωνικά και άλλοτε με τη φυσική παρουσία του αντιπροσωπευτικού δείγματος ακροατών σε αίθουσα, όπου μοιράζονται χειριστήρια συνδεδεμένα με καταγραφικό πρόγραμμα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ο τρόπος που λειτουργεί η συγκεκριμένη έρευνα είναι ο εξής: μεταδίδονται τριάντα δευτερόλεπτα από το ρεφρέν ενός τραγουδιού και ο ακροατής που συμμετέχει στην έρευνα καλείται να δυναμώσει την ένταση του τραγουδιού αν του αρέσει, να αφήσει αμετάβλητη την ένταση αν δεν τον ενθουσιάζει και τέλος να χαμηλώσει την ένταση αν το συγκεκριμένο τραγούδι δεν του αρέσει. Με αυτό ακριβώς τον τρόπο προκύπτει η λίστα με τα πιο αγαπημένα του κοινού, που αν τηρηθεί ευλαβικά εγγυάται εκτόξευση του δείκτη ακροαματικότητας του σταθμού. Η επιτυχία της συγκεκριμένης μεθοδολογίας όμως εξαρτάται από την αυστηρή τήρησή της κι από το πλήθος των σταθμών που την υιοθετούν στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Όσον αφορά στο πρώτο, αποκλείει την οποιαδήποτε παρέμβαση στο playlist από την πλευρά του παρουσιαστή με αποτέλεσμα αυτός να μετατρέπεται σε απλό εκφωνητή. Έτσι ακριβώς προκύπτει το φαινόμενο ακόμη και από το πλούσιο ρεπερτόριο καλλιτεχνών να μεταδίδεται μόνο ένα τραγούδι ξανά και ξανά. Όσον αφορά στο δεύτερο, το πλήθος των σταθμών που εκπέμπει στην ίδια γεωγραφική περιοχή και έχει συνάψει συνεργασία με κάποια από αυτές τις εταιρείες αναγκαστικά μοιράζεται το ίδιο κομμάτι της πίτας ακροαματικότητας, που αν μιλάμε για σταθμούς με καθαρά εμπορική στόχευση είναι μεν μεγάλο, αλλά οι διεκδικητές μεριδίων πολλοί.
Συμπερασματικά: payola ή playlist;
Δεν χωράει μια απάντηση εδώ. Ούτως ή άλλως θα ήταν υποκειμενική, αφού το υποκειμενικό αποτελεί και αυτό καθαυτό το γούστο μας. Ό,τι αρέσει σε μένα, μπορεί να μην αρέσει σε σένα.
Από τη μια πλευρά λοιπόν έχουμε το παλιό μοντέλο, όπου ο ραδιοφωνικός παραγωγός ̸ παρουσιαστής παρουσίαζε τις νέες κυκλοφορίες και από την άλλη το νέο μοντέλο με τα playlists, όπου ακούς μόνο τις «φιλτραρισμένες» ήδη επιτυχίες. Το θέμα λοιπόν είναι αν σου ταιριάζει περισσότερο ένα ραδιόφωνο που οι παρουσιαστές του δεν τηρούν αυστηρά οδηγίες για τα on τους και τα τραγούδια που μεταδίδουν και οι εκπομπές έχουν κάποια κεντρική ιδέα ή θέμα και από την άλλη αν προτιμάς ραδιόφωνα που παίζουν συνέχεια τις επιτυχίες και οι παρουσιαστές τους περιορίζονται στο να αναφέρουν ότι «έρχονται δέκα επιτυχίες στη σειρά, η ώρα είναι αυτή και χορηγός μας ο τάδε». Η αλήθεια είναι πάντως ότι δεύτερο μοντέλο είναι αυτό που ακούγεται περισσότερο σε δημόσιους χώρους, αφού δεν απαιτεί προσήλωση σε αυτό από τον ακροατή και λειτουργεί ως background music.
Προσωπικά, είμαι φίλος του παλιομοδίτικου ραδιοφώνου – πώς θα μπορούσα αλλιώς – αφού προτιμώ να ακούσω μια θεματική εκπομπή ή κάτι που σκέφτεται ή απασχολεί τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από το μικρόφωνο, ακόμη κι αν διαφωνώ απόλυτα με τη θέση του. Όσον αφορά στο ρεπερτόριο, με ενθουσιάζει και πάλι περισσότερο η ιδέα του να μην γνωρίζω εκ των προτέρων ποιο θα είναι το επόμενο τραγούδι (όπως συμβαίνει με το playlist), ακόμη κι αν αυτό που θα έχει επιλέξει ο παρουσιαστής είναι εντελώς έξω από τα γούστα μου…
Η πρώτη περίπτωση payola που έφτασε στα δικαστήρια ήταν στις 9 Μαΐου του 1960 στις ΗΠΑ, όταν ο Alan Freed κατηγορήθηκε για την αποδοχή 2.500 δολαρίων, τα οποία ισχυρίστηκε ότι του δόθηκαν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και δεν επηρέασαν καθόλου – σύμφωνα με τον ίδιο – το airplay της εκπομπής του.
Είναι κάτι παραπάνω από σαφές λοιπόν ότι όσο περισσότερες φορές μεταδίδεται ένα τραγούδι, τόσο περισσότερο αυτό λειτουργεί θετικά στην αύξηση της δημοτικότητάς του. Αποτέλεσμα; Γίνεται επιτυχία, κάτι που συνεπάγεται αύξηση των κερδών από τις πωλήσεις του για τη δισκογραφική εταιρεία στην οποία ανήκει.
Η payola ήταν δημοφιλής πρακτική σε χώρες που αφενός μεν είχαν μεγάλη αγορά (Η.Π.Α., Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Καναδάς, Αυστραλία κ.α.), αφετέρου διαμόρφωναν τις επιτυχίες μέσω της απήχησης των charts τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Επομένως, δεν είχε ουσιαστικά νόημα να χρηματίσεις κάποιον Έλληνα ραδιοφωνικό παραγωγό ̸ παρουσιαστή για να κάνει επιτυχία το νέο τραγούδι του Michael Jackson ή της Madonna. Η επιτυχία σε αυτές τις περιπτώσεις είχε ήδη συντελεστεί από το εξωτερικό. Νόημα όμως είχε ο χρηματισμός για να «βομβαρδίσεις» μέσα από τις εκπομπές σου το κοινό και να καθιερώσεις ένα πρωτοεμφανιζόμενο εγχώριο καλλιτέχνη, ή να αντιμετωπίσεις προνομιακά στο σύνολό τους τις κυκλοφορίες μιας συγκεκριμένης δισκογραφικής εταιρείας.
Η payola στην Ελλάδα
Θυμάμαι ότι στη δεκαετία του ’80 είχαν προκύψει στη χώρα μας δυο τέτοια θέματα. Το πρώτο αφορούσε τον παρουσιαστή μιας τηλεοπτικής μουσικής εκπομπής που πρόβαλε video clips. Δεν αποδείχθηκε όμως ποτέ η κατηγορία, ενώ δεν είμαι σίγουρος ότι η υπόθεση έφθασε μέχρι στο δικαστήριο. Η σπουδαιότητα μιας τέτοιας μεροληπτικής συμπεριφοράς ήταν πολύ μεγάλη τότε. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές πανελλαδικής εμβέλειας ήταν μόνο αυτές του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Η δεύτερη περίπτωση payola στα ελληνικά χρονικά αφορούσε το ραδιόφωνο και είχε ως πρωταγωνιστές τον διευθυντή ρεπερτορίου μιας δισκογραφικής εταιρίας από τη μια πλευρά και μια ομάδα τεσσάρων παρουσιαστών μουσικών εκπομπών διεθνούς ρεπερτορίου της ΕΡΤ από την άλλη. Η κατηγορία αφορούσε την απαίτηση χρημάτων από την ομάδα των τεσσάρων για να μεταδώσουν συγκεκριμένη κυκλοφορία εγχώριου καλλιτέχνη με απώτερο σκοπό την… επιτυχία. Η ΕΡΤ είχε αποφασίσει την παύση των εκπομπών των τεσσάρων μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελική απόφαση του δικαστηρίου, θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι οι κατηγορούμενοι συνέχισαν τις εκπομπές τους από κάποια στιγμή κι έπειτα.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι. Είναι άλλο πράγμα να δέχεσαι ένα συμβολικό δώρο τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα από έναν συνεργάτη σου και εντελώς διαφορετικό να δέχεσαι χρηματικά ποσά για να ευνοείς μία συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρεία εις βάρος των υπολοίπων. Ένα καλάθι με ποτά, ή κάποιο αναμνηστικό δώρο από καλλιτέχνη (μπλουζάκι, σακίδιο κλπ.) – για παράδειγμα – σαφώς δεν αποτελούν περίπτωση payola. Κι εγώ ο ίδιος έχω πολλά στην κατοχή μου από εκείνες τις μέρες.
Το playlist στην Ελλάδα
Ας έρθουμε όμως στο σήμερα, ή μάλλον στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας για περισσότερο από μια δεκαετία. Όπως όλα σχεδόν γύρω μας αλλάζουν και προσαρμόζονται στις ανάγκες και τις επιταγές της επικαιρότητας, έτσι και η payola έχει περάσει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η payola – αν και όπου συνέβαινε – έχει δώσει τη θέση της στο playlist και τις εταιρίες που αναλαμβάνουν τη διαμόρφωση της συνολικής λίστας μεταδόσεων τραγουδιών των ραδιοφωνικών σταθμών. Τέτοιες εταιρίες έχουν αναλάβει τα playlists και των περισσότερων επιτυχημένων εμπορικά ραδιοφωνικών σταθμών της χώρας μας. Δυο είναι οι δημοφιλέστερες από τις συγκεκριμένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και βοηθούν στη διαμόρφωση του συνολικού προφίλ ενός σταθμού: μια σκανδιναβική και μια αμερικανική. Οι έρευνες που διενεργούν δεν περιορίζονται στην έρευνα και παροχή τελικά της λίστας με τα πιο αγαπημένα τραγούδια του κοινού, αλλά και σε παροχή άλλων χρήσιμων πληροφοριών, όπως: πόσο συχνά επιθυμούν οι ακροατές να ακούν τον παρουσιαστή να μιλάει, ποια να είναι η ιδανική διάρκεια κάθε παρουσίας του (on), ποια θα πρέπει να είναι η θεματολογία του on, πως πρέπει να πλασάρονται οι όποιοι διαγωνισμοί κλπ. Οι έρευνες αυτές διενεργούνται άλλοτε τηλεφωνικά και άλλοτε με τη φυσική παρουσία του αντιπροσωπευτικού δείγματος ακροατών σε αίθουσα, όπου μοιράζονται χειριστήρια συνδεδεμένα με καταγραφικό πρόγραμμα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ο τρόπος που λειτουργεί η συγκεκριμένη έρευνα είναι ο εξής: μεταδίδονται τριάντα δευτερόλεπτα από το ρεφρέν ενός τραγουδιού και ο ακροατής που συμμετέχει στην έρευνα καλείται να δυναμώσει την ένταση του τραγουδιού αν του αρέσει, να αφήσει αμετάβλητη την ένταση αν δεν τον ενθουσιάζει και τέλος να χαμηλώσει την ένταση αν το συγκεκριμένο τραγούδι δεν του αρέσει. Με αυτό ακριβώς τον τρόπο προκύπτει η λίστα με τα πιο αγαπημένα του κοινού, που αν τηρηθεί ευλαβικά εγγυάται εκτόξευση του δείκτη ακροαματικότητας του σταθμού. Η επιτυχία της συγκεκριμένης μεθοδολογίας όμως εξαρτάται από την αυστηρή τήρησή της κι από το πλήθος των σταθμών που την υιοθετούν στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Όσον αφορά στο πρώτο, αποκλείει την οποιαδήποτε παρέμβαση στο playlist από την πλευρά του παρουσιαστή με αποτέλεσμα αυτός να μετατρέπεται σε απλό εκφωνητή. Έτσι ακριβώς προκύπτει το φαινόμενο ακόμη και από το πλούσιο ρεπερτόριο καλλιτεχνών να μεταδίδεται μόνο ένα τραγούδι ξανά και ξανά. Όσον αφορά στο δεύτερο, το πλήθος των σταθμών που εκπέμπει στην ίδια γεωγραφική περιοχή και έχει συνάψει συνεργασία με κάποια από αυτές τις εταιρείες αναγκαστικά μοιράζεται το ίδιο κομμάτι της πίτας ακροαματικότητας, που αν μιλάμε για σταθμούς με καθαρά εμπορική στόχευση είναι μεν μεγάλο, αλλά οι διεκδικητές μεριδίων πολλοί.
Συμπερασματικά: payola ή playlist;
Δεν χωράει μια απάντηση εδώ. Ούτως ή άλλως θα ήταν υποκειμενική, αφού το υποκειμενικό αποτελεί και αυτό καθαυτό το γούστο μας. Ό,τι αρέσει σε μένα, μπορεί να μην αρέσει σε σένα.
Από τη μια πλευρά λοιπόν έχουμε το παλιό μοντέλο, όπου ο ραδιοφωνικός παραγωγός ̸ παρουσιαστής παρουσίαζε τις νέες κυκλοφορίες και από την άλλη το νέο μοντέλο με τα playlists, όπου ακούς μόνο τις «φιλτραρισμένες» ήδη επιτυχίες. Το θέμα λοιπόν είναι αν σου ταιριάζει περισσότερο ένα ραδιόφωνο που οι παρουσιαστές του δεν τηρούν αυστηρά οδηγίες για τα on τους και τα τραγούδια που μεταδίδουν και οι εκπομπές έχουν κάποια κεντρική ιδέα ή θέμα και από την άλλη αν προτιμάς ραδιόφωνα που παίζουν συνέχεια τις επιτυχίες και οι παρουσιαστές τους περιορίζονται στο να αναφέρουν ότι «έρχονται δέκα επιτυχίες στη σειρά, η ώρα είναι αυτή και χορηγός μας ο τάδε». Η αλήθεια είναι πάντως ότι δεύτερο μοντέλο είναι αυτό που ακούγεται περισσότερο σε δημόσιους χώρους, αφού δεν απαιτεί προσήλωση σε αυτό από τον ακροατή και λειτουργεί ως background music.
Προσωπικά, είμαι φίλος του παλιομοδίτικου ραδιοφώνου – πώς θα μπορούσα αλλιώς – αφού προτιμώ να ακούσω μια θεματική εκπομπή ή κάτι που σκέφτεται ή απασχολεί τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από το μικρόφωνο, ακόμη κι αν διαφωνώ απόλυτα με τη θέση του. Όσον αφορά στο ρεπερτόριο, με ενθουσιάζει και πάλι περισσότερο η ιδέα του να μην γνωρίζω εκ των προτέρων ποιο θα είναι το επόμενο τραγούδι (όπως συμβαίνει με το playlist), ακόμη κι αν αυτό που θα έχει επιλέξει ο παρουσιαστής είναι εντελώς έξω από τα γούστα μου…
No comments:
Post a Comment