ΒΕΡΟΛΙΝΟ(Βασιλης Κοντοπουλος)-
Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή,
είσαι πιο ωραία γλυκός και πιο σεμνά ζωηρός.
Τα αβρά του Μάη μπουμπούκια καίει μια ριπή
κι έχει μικρή διορία ο πάγκαλος καιρός.
(Η πρώτη στροφή από το 18ο Σονέτο σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα / Βούλας Δαμιανάκου, εκδόσεις Ικαρος)
«Θα περάσουμε μέσα από το Tiergarten;», ρώτησε η φωνή που ακούω κάπου κάπου μέσα στο κεφάλι μου.
«Σήμερα όχι», απάντησα, και πρόσθεσα αποφασιστικά: «Βρέχει και θα πάρουμε το αυτοκίνητο!»
Η φωνή δεν πρόβαλε καμία αντίσταση και για να την ανταμείψω έβαλα να παίζει το «Won't you walk me through the Tiergarten...», παίρνοντας μια μικρή γεύση τόσο από την ατμόσφαιρα του πάρκου που δάνεισε το όνομά του στον τίτλο του τραγουδιού, όσο και από τη μουσική του Rufus Wainwright.
Θα 'θελα κι εγώ, είναι αλήθεια, να ξεκινούσα νωρίς από το σπίτι και να έκανα αυτή τη βόλτα στο χειμωνιάτικο τοπίο. Να δω τον ήλιο ανάμεσα στα γυμνά δέντρα, έτσι όπως μόνον ο Βορράς είναι σε θέση να τον προσφέρει, να αναπολήσω την αίσθηση που μου είχε προκαλέσει το πρώτο αντίκρισμα εκείνου του μαγικού εξώφυλλου του Bare Trees των Fleetwood Mac, του περίφημου συγκροτήματος που θα έβλεπα σε συναυλία την επόμενη βδομάδα.
Τώρα πήγαινα (πηγαίναμε;) στο Berliner Ensemble για τα Σονέτα του Σαίξπηρ, την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Robert Wilson και για την οποία έγραψε τη μουσική ο Rufus Wainwright προσθέτοντας το όνομά του στην παρέα των τρισμέγιστων μουσικών Tom Waits, Lou Reed, David Byrne, που έχουν συνεργαστεί με τον διάσημο Αμερικανό σκηνοθέτη.
Ο χώρος, που έγινε παγκόσμια γνωστός ως «θέατρο του Bertolt Brecht», έχει μακρά ιστορία. Κτίστηκε το 1892 (την ίδια εποχή, δηλαδή, με το Reichstag) και τα εγκαίνιά του, ως Theater am Schiffbauerdamm, έγιναν με την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε. Εκτοτε εμπνευσμένοι σκηνοθέτες, όπως ο Max Reinhardt, χρημάτισαν καλλιτεχνικοί διευθυντές του και παραστάσεις, όπως το Ονειρο θερινής νυχτός, άφησαν εποχή. Η πορεία του ακολούθησε τις διάφορες πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις, ώσπου, από το 1954 κι έπειτα, καταξιώθηκε ως έδρα του Berliner Ensemble.
«Μ' αρέσει που ζω εδώ», είπε η φωνή καθώς διασχίζαμε το ποτάμι και στρίβαμε δεξιά, στη Schiffbauerdamm. Χαμογέλασα πλατιά, πλημμυρισμένος ζεστασιά μέσα στον παλιόκαιρο. Αφήνοντας πίσω το Tiergarten και το Reichstag η περιοχή γινόταν πιο ζωντανή, με ασφυκτικά γεμάτα εστιατόρια, μπαράκια, μπρασερί...
Βρήκα να παρκάρω κάνοντας μία φορά τον γύρο του τετραγώνου. Το εισιτήριο με περίμενε στο ταμείο, αφού είχε πληρωθεί τηλεφωνικώς με την πιστωτική κάρτα. Είκοσι λεπτά πριν από το πρώτο κουδούνι στο ευρύχωρο φουαγέ επικρατεί ησυχία. Ο κόσμος μιλάει χαμηλόφωνα, τα κινητά δεν χτυπάνε. Οπως επιτάσσει ο πολιτισμός. Ακούω ελληνικά καθώς ξεφυλλίζω το πρόγραμμα. Τρεις νεαρές κοπέλες, μάλλον φοιτήτριες, αγοράζουν Τ-shirt με το σήμα του θεάτρου και αποφθέγματα από έργα του Μπρεχτ. Ο δεύτερος εξώστης κοστίζει μόνο 10 ευρώ και η θέα προς τη σκηνή είναι τέλεια.
Ασφαλώς, με βάση το υλικό της δραματουργίας, δεν περιμένει κανείς μια συμβατική παράσταση. Ο Robert Wilson διάλεξε 25 από τα 154 σονέτα του Σαίξπηρ, δανείστηκε στοιχεία από διαφορετικά είδη θεάτρου και συνέθεσε τη δική του κινεζική όπερα, μια μεταμοντέρνα φαντασία στην οποία συνυπάρχουν η παντομίμα, το τσίρκο, το θέατρο σκιών, η comedia dell' arte... Οι ηθοποιοί, κυρίως η 86χρονη Inge Keller στον ρόλο του ποιητή, η Ruth Gloss ως γελωτοποιός, ο Jurgen Holtz ως βασίλισσα Ελισάβετ Α' και ο Γιώργος Τσιβάνογλου ως έρωτας, μετατρέπονται σε φιγούρες διαδοχικών ταμπλό μιας σπουδαίας γκαλερί που στεγάζει τη ναϊβιτέ του Henri Rousseau, τον σουρεαλισμό του Rene Magritte αλλά και τον μαγικό ρεαλισμό στην κοινωνική κριτική των Otto Dix και George Grosz. Οι άνδρες παίζουν γυναικείους ρόλους και οι γυναίκες, ανδρικούς. Η πασίγνωστη στη Γερμανία τραβεστί-ντίβα Georgette Dee μονολογεί «400 χρόνια σονέτα, 400 χρόνια έρωτας...», συνδέοντας άλλοτε με σατιρικές πρόζες κι άλλοτε με ηδυπαθή τραγούδια τις διάφορες σκηνές.
Με μονόχρωμα κοστούμια από μπροκάρ, μουσελίνες και βελούδα οι γνώριμες ψηλόλιγνες φιγούρες του σκηνοθέτη στριφογυρίζουν σαν δερβίσηδες σε αργή κίνηση, υποστηριζόμενες από ήχους που ξεκινούν από αναγεννησιακά μαδριγάλια και, μέσω του Kurt Weill, καταλήγουν σε grunge αυτοσχεδιασμούς.
Θυμάμαι τον θεατρικό συγγραφέα Heiner Moller να παραπονιέται, σε μια συνέντευξη που του είχα πάρει λίγο μετά την πτώση του Τείχους, πως «οι Γερμανοί ηθοποιοί παίζουν πολύ εγκεφαλικά, μιλάνε με το στόμα, ενώ θα έπρεπε να μιλάνε και με τα πόδια». Τώρα, βλέποντας την «πλαστικότητά» τους, διαπιστώνω πόσο πρέπει να έχουν αλλάξει οι καιροί, πόσο έχουν εξελιχθεί τα τελευταία 20 χρόνια.
Στο διάλειμμα συνεχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς και μπροστά στην είσοδο του θεάτρου ο Tom Tykwer γυρίζει σκηνές από την καινούρια του ταινία με τίτλο Drei (Τρία). Ετσι, μια άλλη παράσταση ξετυλίγεται ανέλπιστα μπροστά στους θεατές που βγήκαν για να ξεμουδιάσουν και -ελάχιστοι πλέον- να καπνίσουν. Κάποιοι τρώνε ένα φρέσκο Pretzel (αλατισμένο ψωμάκι σε σχήμα κόμπου) και όλοι επιστρέφουν αθόρυβα στις θέσεις τους για τη συνέχεια. Στο τέλος, χειροκροτούν ενθουσιασμένοι.
Η βροχή δεν έχει σταματήσει καθώς φεύγω. Ο αέρας μυρίζει Gluhwein (το γλυκό, ζεστό κρασί με κανέλα και γαρίφαλο, που πίνεται κυρίως στις υπαίθριες, χριστουγεννιάτικες αγορές). Η φωνή μέσα μου έχει σωπάσει, σαν να κατάλαβε πώς πρέπει να ένιωθε η Λένα Πλάτωνος όταν επέμενε «Είμαι ευτυχισμένη...».
ΥΓ.: Σπουδαία και η συναυλία των Fleetwood Mac στο Ο2 World. Ο Lindsey Buckingham αποκαλύφθηκε μπροστά μας ως ένας παραγνωρισμένος θεός της κιθάρας. Καιρός να πάρει τη θέση που του πρέπει.
No comments:
Post a Comment