Πολωνός πράκτορας των Συμμάχων, που έδρασε στην κατεχόμενη Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Γέρζι (Γεώργιος) Ιβάνοφ γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του 1911 στην τότε ρωσοκρατούμενη Βαρσοβία. Ο πατέρας του, Βλαντιμίρ Ιβάνοφ, ήταν Ρώσος αξιωματικός του τσαρικού στρατού και η μητέρα του, Λεονάρντα Σαίνοβιτς, Πολωνή. Τη δεκαετία του '20 ο νεαρός Ιβάνοφ εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη με τη μητέρα του, η οποία παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Έλληνα έμπορο Ιωάννη Λαμπριανίδη.
Ο Ιβάνοφ διακρινόταν για τα αθλητικά του προσόντα και το 1928 γράφτηκε στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Αρχικά, ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, ενώ στη συνέχεια διέπρεψε ως κολυμβητής και το 1934 αναδείχθηκε πρωταθλητής Ελλάδας στα 100 μ. ελευθέρας κολύμβησης. Το 1935 απέκτησε την πολωνική υπηκοότητα και τρία χρόνια αργότερα απέκτησε πτυχίο γεωπονικής από το Πανεπιστήμιο της Λουβέν στο Βέλγιο.
Μετά τη έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα κατέφυγε στην Παλαιστίνη. Εκεί θέλησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη συμμαχική υπόθεση και εκπαιδεύτηκε ως πράκτορας και σαμποτέρ από τους Άγγλους, οι οποίοι εκτίμησαν τη γερή του κράση και τη γλωσσομάθειά του.
Το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου του 1941 έφθασε στην Ελλάδα με αγγλικό υποβρύχιο και συνδέθηκε στην Αθήνα με μέλη της αντιστασιακή ομάδας «Οργάνωση Αντιστάσεως του Γένους» (ΟΑΓ) και με δύο αξιωματικούς του Ναυτικού, τον Ιωάννη Κοντόπουλο και τον Βασίλη Μαλλιόπουλο. Με τη βοήθεια των Αθηναίων συνεργατών του, συγκέντρωνε πληροφορίες και οργάνωνε δολιοφθορές εις βάρος των Γερμανών κατακτητών. Οι κυριότερες δολιοφθορές που οργάνωσε ήταν στο εργοστάσιο πυρομαχικών των αδελφών Μαλτσινιώτη (μετέπειτα ΠΥΡΚΑΛ), σε πολεμικά αεροπλάνα και πλοία του Άξονα.
Το «κόλπο γκρόσο» του Ιβάνοφ θα ήταν η δολοφονία του Μουσολίνι. Όταν ο Ιταλός δικτάτορας επισκέφθηκε την Αθήνα στις 20 Ιουλίου του 1942, υπήρχαν πληροφορίες ότι θα κατέλυε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Με τη βοήθεια υπαλλήλων του ξενοδοχείου, ο Ιβάνοφ τοποθέτησε εκρηκτικά στο υπόγειο, με σκοπό να ανατινάξει την αίθουσα υποδοχής μόλις κατέφθανε ο Μουσολίνι. Όμως, το σχέδιο της επίσκεψή του άλλαξε και ο Μουσολίνι παρέμεινε μόνο για λίγες ώρες στην Αθήνα, οπότε η επιχείρηση ματαιώθηκε.
Ο Ιβάνοφ βρέθηκε από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στην Ελλάδα στο στόχαστρο των αρχών Κατοχής. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1941 συνελήφθη για πρώτη φορά από τους Γερμανούς, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει. Τότε, οι Γερμανοί τον επικήρυξαν για 500.000 δραχμές ή το ισοδύναμο σε τρόφιμα. Μάλλον αυτός που τον κατέδωσε ήταν ένας παλιός του φίλος, ο Νίκος Πάντος.
Τον Φεβρουάριο του 1942 οι κατοχικές αρχές αύξησαν την επικήρυξη στα 500.000.000 δραχμές και στις 8 Σεπτεμβρίου του 1942 οι Ιταλοί καραμπινιέροι τον συνέλαβαν στο Πεδίο του Άρεως, μαζί με τους συνεργάτες του Κοντόπουλο, Μαλλιόπουλο και αδελφούς Γιαννάτου, κατόπιν προδοσίας του αστυνομικού Παντελή Λαμπρινόπουλου. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο Ιβάνοφ καταδικάσθηκε σε θάνατο μαζί με τους Κοντόπουλο, Παλιόπουλο και Δημήτριο Γιαννάτο, ενώ ο Κωνσταντίνος Γιαννάτος καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 20 ετών.
Το πρωί της 4ης Ιανουαρίου του 1943, οι τέσσερεις μελλοθάνατοι οδηγήθηκαν στον τόπο της εκτέλεσης, στην Καισαριανή. Ο Ιβάνοφ κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους δεσμοφύλακές του και επεχείρησε να διαφύγει στο δάσος. Όμως, η σφαίρα ενός Γερμανού στρατιώτη τον βρήκε στην πλάτη και τον εξουδετέρωσε. Αιμόφυρτος και δεμένος σ’ ένα πάσαλο εκτελέστηκε μαζί με τους συντρόφους του. Προτού πέσει νεκρός, αναφώνησε: «Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Πολωνία!»
Προς τιμήν του Γεωργίου Ιβάνωφ το κλειστό γυμναστήριο του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, τα χρώματα του οποίου δόξασε ο πολωνός πατριώτης, ονομάστηκε «Ιβανώφειο», ενώ στον περιβάλλοντα χώρο του υπάρχει η προτομή του. Στις 25 Μαΐου 1976 του απονεμήθηκε μεταθανάτια το ανώτατο πολεμικό παράσημο της Ελλάδας, το «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας». Ανάλογα παράσημα του απένειμαν η Πολωνία και η Μεγάλη Βρετανία.