ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΙΣ 2.800.000 ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ.

Thursday, July 27, 2023

Ο πολιτισμός

του περιθωρίου



Και της παραβατικής συμπεριφοράς: blues, punk, reggae, rap, 

hip-hop / graffiti, rave, ρεμπέτικα – χώροι, κοινωνική ύλη, περιεχόμενο - μηνύματα



Ο πολιτισμός του περιθωρίου είναι κατ’αρχήν ο πνευματικός πολιτισμός (ή κουλτούρα) που αναπτύσσεται σε μια κοινωνική ομάδα η οποία έχει υποχρεωθεί να ζει παραγκωνισμένη, παραμερισμένη, αποτραβηγμένη, χωρίς ενεργό ανάμιξη σε ποικίλες δραστηριότητες.

Κυρίως μετά την περιθωριοποίηση η ομάδα αυτή – αλλά και τα μεμονωμένα άτομα που την αποτελούν – παραβιάζει τους θεσμοθετημένους κανόνες και κανονισμούς και αναπτύσσει τις δικές της πολιτισμικές αξίες, που συνήθως είναι απρόβλεπτες στην έκφραση και στην εξέλιξη τους. Εάν περιοριστούμε στον χώρο της μουσικής, από τον 19ο αιώνα έχουμε ένα ισχυρό μουσικό κίνημα που γεννιέται στα χρόνια της δουλείας των Αφρικανών – Αμερικανών στις ΗΠΑ. Είναι τα blues που ψιθυρίζουν οι μαύροι μέτοικοι – δούλοι κι εκφράζουν με αυτά απόψεις και προβληματισμούς, μιλούν για τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και αντλούν μέσω αυτών δύναμη από το Θεό. Οι ρυθμοί έχουν ρίζες στην Αφρική, αλλά τα τραγούδια γίνονται λαϊκή μουσική, που χαρακτηρίζονται από την μελαγχολία των στίχων. Είναι τραγούδια διαμαρτυρίας, που πρωτοεμφανίστηκαν στην εποχή του Σαίξπηρ στην Αγγλία. 

Σήμερα η μετεξέλιξη των τραγουδιών αυτών είναι οι δημιουργίες με μήνυμα. Και τότε και τώρα παραμένουν απλά στην δομή, διότι στόχος τους είναι να αποτελούν εύκολα μέσα επικοινωνίας, μεταφοράς απόψεων.

Το τραγούδι διαμαρτυρίας στην σύγχρονη μορφή του ταυτίζεται με την βιομηχανική ανέλιξη και γίνεται σημαντικό στις πολιτικές διαμάχες της δεκαετίας του ’30, τροφοδοτούμενο στις ΗΠΑ από την οικονομική ύφεση, το εργατικό κίνημα και την ανάπτυξη των κομμουνιστικών κομμάτων. 

Τα εργατικά τραγούδια διαμαρτυρίας προσέφεραν μια ιδεολογική στήριξη μέσω των στίχων και των συναισθημάτων αλληλεγγύης στην ομαδική εκτέλεση.

Τα μπλουζ αποτέλεσαν την μήτρα όλων των σύγχρονων μουσικών ρευμάτων που ξεκίνησαν από τις ΗΠΑ στον 20ο αιώνα και συνεχίζονται ή εξελίσσονται ή μεταλλάσσονται ως τις ημέρες μας. Από τα blues επηρεάστηκαν το rock n’ roll και τα reggae, τα punk, rap, hip hop και τα rave. “Τα μπλουζ; Είναι η μητέρα της αμερικάνικης μουσικής. Αυτό είναι – η πηγή” δήλωσε το 1992 ο διάσημος μουσικός B.B. King. Οι συνθήκες, όμως, μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν τα blues, κάθε άλλο παρά ιδανικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ήταν ένα περιθωριακό είδος μουσικής, που οι νέγροι σολίστ ερμήνευαν σε καταγώγια, υπόγειες αίθουσες χωρίς εξαερισμό, γεμάτες καπνούς (πολλές φορές από τη χρήση ναρκωτικών) όπου σέρβιραν ποτά νοθευμένα. Στα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης ήταν ακόμα πιο κλειστοί χώροι, όπου η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.

Στην Ελλάδα παράλληλη είναι η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού, που και αυτό γεννήθηκε τον 19ο αιώνα, αλλά με αστική προέλευση. Ξεκινάει από καταγώγια και κακόφημες περιοχές και σιγά – σιγά σκαρφαλώνει στην προτίμηση όλων των κοινωνικών τάξεων. Στην αρχή ως απαγορευμένο είδος μουσικής, με περιθωριακούς μουσικούς, έμελλε να επιβιώνει σε ανήλιαγα υπόγεια, υγρά και καπνισμένα, όπου το τσίπουρο, η ρετσίνα, το κρασί και τα ναρκωτικά είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ τα τραγούδια χάνονταν μέσα στην οχλαγωγία των μεθυσμένων – ζαλισμένων πελατών που είχαν σχέση με την παρανομία. Λίγοι ήταν τότε αυτοί που πρόσεχαν τους στίχους, όπου οι ερμηνευτές εκφράζανε λύπη, απελπισία και έκαναν μανιφέστα διαμαρτυρίας.

Είναι δύσκολο στην σύντομη αυτή μελέτη να προχωρήσουμε σε κοινωνιολογικές εκτιμήσεις και βαθύτερες αναλύσεις, αλλά σίγουρα ένας μικρός οδηγός για την ιστορία των πιο γνωστών μορφών τραγουδιών διαμαρτυρίας ή μηνυμάτων είναι χρήσιμος και πρακτικός για την κατανόηση της εξέλιξης της μουσικής αλλά και των ομοιοτήτων του προπάτορα του rock n’ roll, (καθώς και των reggae, punk, rap και hip hop, rave) δηλαδή των blues με τα ρεμπέτικα. 

BLUES


Τα blues είναι, ουσιαστικά, φολκλορική μουσική των μαύρων Αμερικανών, που οι ρίζες τους ξεκινούν από την Αφρική. Απροσδιόριστος παραμένει ως σήμερα ο χρόνος και ο τόπος γέννησης, αν και υπάρχουν μαρτυρίες ταξιδιωτών ότι άκουσαν blues στις αρχές του 19ου αιώνα στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ.

Σίγουρα αποτελούν εξέλιξη των θρησκευτικών τραγουδιών (spirituals), των τραγουδιών που ακούγονταν στους χώρους εργασίας και των κομματιών (οργανικών ή φωνητικών) που συνόδευαν εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής των αγροτών και τραγουδούσαν ή εκτελούσαν Αφρικανοί – Αμερικανοί.

Τα τραγούδια αυτά στην πλειοψηφία τους μεταφέρουν στις νεώτερες γενιές την χρόνια απελπισία, απογοήτευση, διαμαρτυρία στα χρόνια της δουλείας. Και κάπου – κάπου υπάρχουν εξαιρέσεις όπου οι στίχοι δεν στάζουν θλίψη, πίκρα και συμβιβασμό.

Τα blues αποτελούν έκφραση κουλτούρας των Αφρικανών – Αμερικανών που αναπτύχθηκαν ολοκληρωτικά από τους μαύρους, οι οποίοι συμπεριέλαβαν στοιχεία μελωδικά και ρυθμικά από την Αφρική.

Στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα οι λευκοί Αμερικανοί ανακαλύπτουν την «αυθεντικότητα» της μουσικής. Την μελετούν, την διασκευάζουν, την διασταυρώνουν με άλλα είδη. Από τα blues προήλθαν άλλες φόρμες μαύρης μουσικής, όπως race, rhythm and blues, soul black, rock n’ roll, rap.

Η εξάπλωση των blues εκτός ΗΠΑ, οφείλεται κατά κύριο λόγο στους λευκούς μουσικούς που δημιούργησαν παγκόσμιο ενδιαφέρον για το είδος αυτό της μελωδικής έκφρασης.

Τα τραγούδια αυτά κατέγραψαν τα αισθήματα των μαύρων, περιγράφουν τον κόσμο τους, τα πιο σημαντικά γεγονότα και σταθμούς στην ζωή τους. Ο πόνος, η λύπη, η χαρά, το χιούμορ εναλλάσσονται δίνοντας την πεμπτουσία έκφρασης της Αφρικανο-Αμερικάνικης εμπειρίας.

Μετά το 1900 τα blues αποκτούν εμπορική αξία. Η Ma Rainey είναι από τις πιο φημισμένες ερμηνεύτριες του είδους, ενώ ο W.C. Handy συνθέτει το 1914 το πιο πολυηχογραφημένο τραγούδι blues στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, το “St. Louis Blues”. Οι Bessie Smith, Ethel Waters, Robert Johnson, Willie Mae, “Big Mama” Thornton, Billie Holliday ήταν μερικοί από τους εκφραστές της μουσικής, η οποία αργότερα πέρασε στα τραγούδια των Chuck Berry, Fats Domino, Beatles, Bob Dylan, B.B. King, Mick Jagger, Robert Plant, Eric Clapton, Jimi Hendrix, U2 κ.α.

REGGAE


H Jamaica είναι η πατρίδα των ρυθμών reggae. Το νησί της Καραβαϊκής, που ανακαλύφθηκε το 1492 από τον Χριστόφορο Κολόμβο, έχει εξαιρετικά πλούσια φολκλορική παράδοση, που προέρχεται από ευρύτατη γκάμα δημιουργικών πηγών, με ίχνη από την Αφρικανική, Βρετανική, Ιρλανδική και Ισπανική μουσική και ήχους αντικομφορμιστικούς.

Οι ρυθμοί reggae προέρχονται από το calypso της Trinidad, τα ska και mento. Στην 10ετία του ’50 κυριαρχούσε στην Jamaica το mento, που έχει πολλά κοινά σημεία με τα calypso και soca. Στις αρχές της 10ετίας του ’60 ξεθωριάζει η δημοτικότητα των mento, που δίνουν τη θέση τους σε ένα νέο μουσικό στυλ, το ska, το οποίο σαφώς επηρεάστηκε από τα mento, rhythm & blues, jazz, rock n’ roll. Από το 1965 και μετά το ska εκτοπίζεται από το rocksteady, πρωτογενές είδος reggae. Τα ska και τα reggae έχουν ομοιότητες αν και τα reggae διαθέτουν πιο αργή μουσική και λιγότερο επηρεασμένη από την τζαζ. Ένα άλλο είδος που προηγήθηκε των reggae ήταν το blue beat.

Πριν γίνουν δημοφιλείς οι ρυθμοί reggae, στην 10ετία του ’60, είχαν επαναστατικό χαρακτήρα, αποτελώντας πάντα ένα ιδίωμα έκφρασης των μαύρων Τζαμαϊκανών, ένα είδος κοινωνικής διαμαρτυρίας. Οι στίχοι μιλούσαν για φτώχια και το Τζαμαϊκανό θρησκευτικό κίνημα Rastafarianism. 

Η εξέλιξη του reggae και η αποδοχή του από τους πιο διάσημους καλλιτέχνες της ποπ οφείλεται στον Bob Marley, που το έφερε πιο κοντά στο ευρύ κοινό, διατηρώντας τα στοιχεία διαμαρτυρίας, με τραγούδια όπως “Duppy conqueror” και “No woman, no cry”. Τον ακολούθησε ο Jimmy Cliff που έκανε επιτυχίες όπως το “Wonderful world, beautiful people” (1969). Στα τέλη της 10ετίας του ’60 τα reggae βρίσκουν δεύτερη πατρίδα στην φιλόξενη Βρετανία, που τα αποδέχεται, τα διαδίδει, τα προωθεί. Τα reggae βαθμηδόν επηρεάζουν την rock μουσική.

Ο δημοφιλέστερος ερμηνευτής reggae όλων των εποχών ο Bob Marley, ήταν Rastafarian, που μέσω των κοινωνικο-πολιτικών του τραγουδιών περνούσε μηνύματα, από την εποχή των Wailers (B. Marley, Peter Tosh, Bunny Wailer). Rastafarian είναι ένα μέλος της θρησκείας των Τζαμαϊκανών που θεωρούν Θεό τον Ras Tafari, τον πρώτο αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Haile Selassie.

PUNK


Ο όρος punk (με διάφορες ερμηνείες όπως σάπιος, ανάξιος, ασήμαντος, τιποτένιος έως επιθετικός και απειλητικός) αποδίδεται για πρώτη φορά σε νεανικά συγκροτήματα των ΗΠΑ, που εμφανίσθηκαν στην 10ετία του ’60. Ήταν αυτά που ξαναπήγαν στις ρίζες του rock n’ roll (τρεις χορδές και απλή μελωδία). Στην αρχή ήταν μια αντίδραση – επανάσταση στα ευρύτερα αποδεκτά είδη μουσικής και σε καλλιτέχνες, όπως οι Beatles και οι Rolling Stones.

To punk rock στο ξεκίνημα του είχε εκπροσώπους όπως οι Velvet Underground, New York Dolls, Stooges (garage rock έγραφε η μουσική ταυτότητα τους). Στα μέσα της 10ετίας του ’70 το punk κερδίζει το εφηβικό κοινό, όταν αρχίζει να ενοχλεί με την συμπεριφορά, εμφάνιση, θόρυβο, προκλητική γλώσσα, εκφράζοντας απογοήτευση και οργή εναντίον κάθε μορφής κατεστημένου.

Στη Νέα Υόρκη το πρώτο συγκρότημα punk ήταν οι Ramones, στο Λονδίνο οι Sex Pistols. Οι πρώτοι βασίζονταν σε πιο γρήγορους ρυθμούς και στο στυλ bubblegum, ενώ οι δεύτεροι έδωσαν το απειλητικό μήνυμα τους “Anarchy in the UK” (1967).

H punk βρήκε πολύ πιο πρόσφορο έδαφος στην Βρετανία, όπου για ένα διάστημα θεωρήθηκε επικίνδυνη για την μοναρχία και την κυβέρνηση. Ακολούθησαν δεκάδες συγκροτήματα με μηνύματα που εκδήλωναν αντίθεση σε κάθε συντηρητική έκφραση της κοινωνίας. Ήταν οι Buzzcocks, Clash, Wire, Joy Division, Damned, Jam, Siouxsie & the Banshees, Blondie, Boomtown Rats, Stranglers, Television, κ.α.

Σιγά – σιγά το μουσικό αυτό ιδίωμα άρχισε να διαφοροποιείται σε post punk, new wave, hardcore. Στα τέλη της 10ετίας του ’70 το punk πέρασε στα χέρια ερασιτεχνικών γκρουπ, που όλα είχαν τον ίδιο ήχο και χιλιοειπωμένα μηνύματα, για τα οποία το κοινό έδειξε να αδιαφορεί.

RAP


Στο τέλος του 1979, οι Sugarhill Gang, ένα τριμελές γκρουπ από το Χάρλεμ εισβάλλει στο χιτ παραιηντ των ΗΠΑ με ένα τραγούδι που εμπεριέχει riff από το “Good times” των Chic. Είναι το χορευτικό “Rapper’s Delight” που αποτελεί το πρώτο εμπορικό τραγούδι rap – το μουσικό ιδίωμα που θα καθιερωνόταν ως το πιο σημαντικό στις δεκαετίες του ’80 και ’90.

Το rap είχε απήχηση από την πρώτη στιγμή στους μαύρους και Λατίνους της Νέας Υόρκης πριν αγκαλιάσει όλα τα κοινωνικά στρώματα. Από χορευτική μουσική για breakdance έγινε rap όταν οι διάφοροι τελετάρχες / disc jockey (master of ceremonies) άρχισαν να απαγγέλλουν ποιήματα του δρόμου με ισχυρά κοινωνικά μηνύματα και μουσική υπόκρουση με κυρίαρχο στοιχείο τα κρουστά.

Το μουσικό αυτό ιδίωμα συνεχίστηκε και στην 10ετία του ’80, περισσότερο ως κοινωνικό φαινόμενο, εξυπηρετώντας τον κόσμο της διαφήμισης και ως εφηβικό μέσο επικοινωνίας. Βοήθηκε από την αρχή από την απλοποίηση της παραγωγής του. Για να γίνει η μουσική χρειάζεται φθηνά μηχανήματα, μερικά μικρόφωνα, ένα πικαπ, ενισχυτή και μερικούς δίσκους. Το rap έγινε προσιτό σε όποιον μπορούσε να αυτοσχεδιάζει στίχους με κάποια ομοιοκαταληξία και έναν ικανό ντισκ τζοκευ.

Από το 1984 και μετά εμφανίζονται οι Run – DMC, Kurtis Blow, Fat Boys, LL Cool J, κ.α. Όταν οι Blondie ηχογράφησαν το “Rapture” (1981), έγινε ευνόητο ότι το rap άγγιζε ένα κοινό που δεν ήταν αποκλειστικά μαύροι, Ισπανόφωνοι ή περιθωριακοί (urban).

Σε αντίθεση με το punk rock με το οποίο μόνιμα το συγκρίνουν – όχι άδικα, αφού και τα δυο ασκούν κοινωνική κριτική, το rap συνεχώς εξελίσσεται με σύμμαχο την τεχνολογία, που επιτρέπει την αντιγραφή – απόσπαση ήχων από παλιούς δίσκους, τους οποίους μπορεί ο παραγωγός να επεξεργαστεί ψηφιακά και να κάνει ατελείωτους συνδυασμούς.

Μολονότι έχει φανατικούς πολέμιους από παντού για την χυδαία, άσεμνη γλώσσα του, το rap διατηρεί την ζωτικότητα του.

Το rap είναι γνωστό και ως hip hop, που κυρίως αναφέρεται στην μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης και μάλιστα στην μαύρη μουσική της 10ετίας του ’80.

HIP – HOP / GRAFFITI


Το Hip – Hop, στην ορολογία της rap μουσικής, συνήθως αναφέρεται όχι μόνο σε είδος της μαύρης μουσικής της 10ετίας του ’80, που αναπτύχθηκε στη Νέα Υόρκη αλλά και σε ένα κίνημα κουλτούρας pop που το συνοδεύει. Από τις επιγραφές στους τοίχους (graffiti) με σπρέι, μέχρι breakdancing, την παρουσίαση δίσκων, το rap, τα αθλητικά παπούτσια και τις φόρμες τους ηλεκτρονικούς ήχους και όπως εύστοχα προστίθεται από τους λεξικογράφους, “όλα όσα καταναλώνονται και εισπνέονται”.

Στα τέλη της 10ετίας του ’80 δύο από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της Hip – Hop ήταν οι De La Soul και A Tribe Called Quest.

Τα τελευταία χρόνια η Hip – Hop αναπροσδιορίζεται, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες των παλιών rapper, εμπνέεται από το περιβάλλον και εμπνέει. Έτσι αποκτά στοιχεία ή μπολιάζεται σε άλλα μουσικά είδη όπως rap, funk, disco, acid jazz, electro-funk, electro-techno, jazz-rap, rhythm & blues, κ.α.

Μερικά από τα αντιπροσωπευτικά ονόματα της Hip – Hop: Queen Latifah, Beastie Boys, Kurtis Blow, Arrested Development, Afrika Bambaataa, Eminem, Full Force, Grandmaster Flash, Salt-N-Pepa, Public Enemy, LL Cool J, MC Hammer, Run – DMC, Dr. Dre.

Graffiti σημαίνει επιγραφή ή παράσταση (συνήθως χυδαία) σε τοίχο, δημόσιες τουαλέτες, διαφημιστικά πόστερ, κ.α.

RAVE


Η λέξη rave στη Βρετανική αργκό σημαίνει «πάρτυ» και «πάρτυ με μουσική acid – house» και ως ρήμα «να απολαμβάνω άγρια ή χωρίς αναστολές». Τελικά τα “rave” αναφέρονται περισσότερο σε εκδηλώσεις και λιγότερο σε είδος μουσικής.

Στη Βρετανία ήταν underground πάρτυ, όπου ακούγονταν μουσική acid house και hardcore και ήταν επιβεβλημένη η άφθονη κατανάλωση ναρκωτικών που βοηθούσε στην «απογείωση» των νεαρών, κυρίως, οπαδών του είδους. Οι ντισκ τζοκεϋ παίζοντας house και techno και παροτρύνοντας το κοινό για χορό ή ποικίλες ακρότητες κατόρθωσαν να γίνουν διασημότεροι από τα συγκροτήματα και τους τραγουδιστές που προωθούσαν. 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας τα rave party πήραν επιδημική μορφή στην Βρετανία, πριν η κυβέρνηση αποφανθεί ότι ήταν επικίνδυνα, προκαλώντας αντικοινωνική συμπεριφορά. Τα πάρτυ αυτά φιλοξενούνταν σε εγκαταλειμμένες αποθήκες, παλιά εργοστάσια, μεγάλες αίθουσες ή σε υπαίθριους χώρους.

Στις ΗΠΑ η μόδα έφθασε στις αρχές της 10ετίας του ’90 αλλά δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις και αργά αλλά σταθερά περιορίστηκε. 

Η κουλτούρα rave επηρέασε συγκροτήματα όπως οι Stone Roses, Happy Mondays, Charlatans, Pulp, Oasis, Prodigy, The Shamen.

Τα συναφή με την rave μουσικά στυλ είναι: Hi-NRG, Acid House, Techno, Newbeat, Club/Dance, Hardcore Techno, Trance, Gabber, Happy Hardcore, Goa Trance, Progressive Trance, Nu Breaks.

ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ


Αντίθετα με την δημοτική μουσική το ρεμπέτικο τραγούδι έχει αστική προέλευση. Η ιστορία του αρχίζει στα τέλη του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε μέσα από τις εμπειρίες και, κυρίως, από τα προβλήματα των ανθρώπων του περιθωρίου με τον έρωτα, την δουλειά και τις σκληρές συνθήκες ζωής.

Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 τα ρεμπέτικα κερδίζουν έδαφος με τις κοινωνικές ανακατατάξεις και την Μικρασιατική καταστροφή και ήταν επόμενο να επηρεαστούν από τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν τότε. Στο τέλος της δεκαετίας του ’50 το ρεμπέτικο παραγκωνίζεται από άλλα ήδη μουσικής – χωρίς να χάσει την εκφραστική δύναμη του.

Η λέξη “ρεμπέτης” έχει τουρκικη καταγωγή. Είναι ο φυγόπονος, ο τεμπέλης, ο απρόκοπος. Κατ’ άλλους προέρχεται από την σλαβική λέξη rebenok, που σημαίνει παιδί, παλικάρι αλλά είναι σήμερα συνώνυμη με τον “άσωτο” ή “αλήτη”.

Το 1948 με μια ιστορική διάλεξη του ο Μάνος Χατζηδάκης υπερασπίζεται την ως τότε απόβλητη μουσική και σιγά σιγά την αποδέχονται οι συνθέτες, το κρατικό ραδιόφωνο, το κοινό. Το κοινό, που δεν είναι όπως πριν μόνο οι κατάδικοι, οι παράνομοι, οι οπιομανείς, οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Τώρα προστίθενται οι ευρύτερες λαϊκές μάζες ανέργων, οι ανειδίκευτοι και οι υποαπασχολούμενοι, οι αδικημένοι και οι αγροτικές οικογένειες.

Τα τραγούδια κυκλοφορούν σε δίσκους, ακούγονται από το ραδιόφωνο, εκτελούνται από γνωστούς ερμηνευτές. Η θεματολογία, όμως, παράλληλα αλλάζει. Η εργατική ζωή και η μετανάστευση, η αδικία και η κοινωνική ανισότητα, η μάνα που περνάει όλες τις συμφορές αλλά στέκεται όρθια, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη θεματολογία.

Κύριοι δημιουργοί του ρεμπέτικου μετά την Μικρασιατική καταστροφή είναι οι: Παναγιώτης Τουντας, Βαγγέλης Παπάζογλου, Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Αν. Δεληάς, Γιώργος Μπατης, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Απ. Χατζηχρήστος, Δημ. Γκογκος – Μπαγιαντέρας, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Κώστας Βιρβος, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Χαρ. Βασιλειάδης, Γιώργος Μητσάκης, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, κ.α.

Η “Φραγκοσυριανή και η “Συννεφιασμένη Κυριακή” είναι από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του ρεμπέτικου.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΟΓΚΑΛΙΔΗΣ

No comments:

Post a Comment