Άγιος Αθανάσιος Θεσσαλονίκης:
Ο τάφος ενός άγνωστου εταίρου
και συμπολεμιστή
του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Το καλοκαίρι του 1994, αρχαιολόγοι της τότε ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ (σήμερα Εφορεία Αρχαιοτήτων Περιφέρειας Θεσσαλονίκης) και εργατοτεχνίτες που δούλευαν συστηματικά για καιρό στον μεγάλο τύμβο, με ύψος σχεδόν 20 μέτρα και διάμετρο περίπου 100, ανατολικά του οικισμού του Αγίου Αθανασίου, 20 χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης, έγιναν μάρτυρες μιας συγκλονιστικής αποκάλυψης.
Για περισσότερους από δύο μήνες κάτω από τον ανελέητο ήλιο και την αδιάκοπη βοή των σκαπτικών μηχανημάτων, ο πληγωμένος τύμβος αποκάλυπτε αργά τα μυστικά του, κρατώντας όμως το πιο πολύτιμο βαθιά κρυμμένο στα σπλάχνα του.
Το απομεσήμερο της 15ης Ιουνίου 1994 οι αξίνες σκόνταψαν σε μάρμαρο κι όταν ο χωμάτινος όγκος απομακρύνθηκε, ήρθε στο φως ένα σπουδαίο εύρημα που πλημμύρισε με χρώμα και ζωή το άχαρο μέχρι τότε σκάμμα της ανασκαφής: από τη μακεδονική γη άρχισαν να ξεφυτρώνουν ανθέμια και ολόλευκα κρίνα, πολύχρωμα κυμάτια και μυθικοί γρύπες με χρυσαφένια φτερά. Ένας μακεδονικός τάφος του τελευταίου τέταρτου του 4ου αιώνα π.Χ. έβγαινε στο φως.
Οι αρχαιολόγοι διαπίστωσαν ότι, παρά τον τεράστιο όγκο που οι αρχαίοι τεχνίτες είχαν προστατευτικά συσσωρεύσει επάνω από το μικρό κτίσμα, οι αδίστακτοι τυμβωρύχοι είχαν και πάλι πετύχει τον στόχο τους. Άγνωστο πότε και τι σήκωσαν, σίγουρα πάντως κατέστρεψαν μέρος της αρχαιολογικής μαρτυρίας.
Όμως η απογοήτευση ήταν στιγμιαία. Η κατάγραφη πρόσοψη του μονοθάλαμου τάφου, με τα εκπληκτικά χρώματα και, ευτυχώς ελάχιστες φθορές, ήταν η καλύτερη αποζημίωση.
Η αρχαιολόγος-υπεύθυνη της ανασκαφής, Μαρία Τσιμπίδου-Αυλωνίτου, περιγράφει στη Voria τον εντυπωσιακό και πέρα από κάθε φαντασία διάκοσμο της πρόσοψης:
«Το γραπτό αέτωμα διαδέχονται βαθυκύανα τρίγλυφα και λευκές μετόπες, αλλά η έκπληξη παραμόνευε χαμηλότερα, σε μία στενή ζωφόρο επάνω από το θυραίο άνοιγμα (ύψους μόλις 0,35 μ.), όπου ξετυλίγεται μια σκηνή συμποσίου. Ένα θέμα τόσο οικείο από τις περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων και την κλασική κυρίως αγγειογραφία, αλλά για πρώτη φορά τόσο ζωντανά κοντά μας.
Στο κέντρο της παράστασης απεικονίζονται έξι στεφανωμένοι συμποσιαστές, αναγερμένοι σε τρεις ξύλινες κλίνες με καλύμματα άλικα, βιολετιά και γαλάζια. Οι μορφές, δουλεμένες από γρήγορο αλλά επιδέξιο χέρι, διαγράφονται σχεδόν ανάγλυφες, καθώς το σκουρόχρωμο φόντο αναδεικνύει την χρωματική πανδαισία. Νωχελικά ακουμπώντας σε πολύχρωμα προσκεφάλια, οι άνδρες δείχνουν παραδομένοι στη μελωδία της κιθάρας, που πάλλεται στα χέρια της επιβλητικής κιθαρίστριας. Όρθια παίζει η νεαρή αυλητρίδα, βασικός συντελεστής της ψυχαγωγίας σε κάθε πετυχημένο συμπόσιο. Μπροστά στις κλίνες προβάλλονται τρία χαμηλά τραπέζια φορτωμένα με κάθε λογής καρπούς και ιδιόμορφα γλυκίσματα, πλασμένα με μέλι κι αλεύρι, επιδόρπια απαραίτητα για την οινοποσία. Την παράσταση ολοκληρώνει ο γυμνός λυγερόκορμος έφηβος, ο "παις" - οινοχόος, έτοιμος να σπεύσει στο κάλεσμα των ανδρών και να ξεχειλίσει με κρασί τα ποτήρια. Αριστερά του οινοχόου και μπροστά από ένα πυκνόφυλλο δένδρο κυριαρχεί ένα βαρύ έπιπλο με τρία ράφια, όπου ακουμπούν επίχρυσες φιάλες και άλλα αγγεία. Πρόκειται για την πρώτη απεικόνιση του "κυλικείου", ενός επίπλου που γνωρίζουμε ότι ήταν σε χρήση στην Αττική ήδη από τα χρόνια του Αλκιβιάδη και του Αριστοφάνη».
Όπως αναφέρει η κ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτου, η κλασική αυτή συμποσιακή σύνθεση, που μοιάζει να ζωντανεύει τις σκέψεις του Πλάτωνα, πλαισιώνεται από δύο ακόμη σκηνές, φαινομενικά ανεξάρτητες κι όμως δεμένες μεταξύ τους με κρυφό νήμα. Από τα αριστερά πλησιάζει μία εύθυμη παρέα τριών έφιππων ανδρών και των πεζών συνοδών τους, με σκεύη γεμάτα κρασί, συνεισφορά στο συμπόσιο, όπου είναι καλεσμένοι. Οι σκιές της νύχτας τρεμοπαίζουν στα πρόσωπα των νέων και στα στιβαρά κορμιά των αλόγων, καθώς τέσσερις αναμμένοι πυρσοί, χιαστί υψωμένοι, φωτίζουν τον σκοτεινό ουρανό.
Στο δεξί άκρο της ζωφόρου η ατμόσφαιρα είναι πιο ήρεμη, παρόλο που οι οκτώ άνδρες απεικονίζονται με στρατιωτική ενδυμασία και πάνοπλοι. Ακουμπισμένοι χαλαρά στα δόρατα και τις λαμπερόχρωμες ασπίδες, παρακολουθούν τα δρώμενα σιγομιλώντας μεταξύ τους. Κι είναι ακριβώς τα στοιχεία του οπλισμού και της ενδυμασίας τους, που μετατρέπουν το τμήμα αυτό της παράστασης σε σύμβολο του συγκεκριμένου χώρου, καθώς μαζί με τον γνωστό οπλισμό των ελληνικών στρατευμάτων, οι νέοι φέρουν την παραδοσιακή μακεδονική στολή: χλαμύδες πορπωμένες στον δεξί ώμο, δερμάτινες "κρηπίδες" στα πόδια και, βέβαια, το ιδιόμορφο κάλυμμα της κεφαλής, τη γνωστή μακεδονική "καυσία", που έφερε περήφανα ο ίδιος ο Αλέξανδρος κι οι στρατηγοί του, ως στα βάθη της Ασίας. Κι ακόμη, κράνη περίλαμπρα, με υψηλά λοφία και φτερά που ανεμίζουν κατάλευκα, ενώ την εντυπωσιακή σύνθεση ολοκληρώνουν οι περίφημες μακεδονικές ασπίδες με το ιδιαίτερο σχήμα και τον χαρακτηριστικό διάκοσμο με τα αστρικά σύμβολα.
Τα ακρωτήρια φέρουν γραπτά φλογόσχημα ανθέμια και στο σκοτεινό βάθος του αετώματος δεσπόζει ένας χρυσαφένιος δίσκος πλαισιωμένος από δύο φτερωτούς λεοντόγρυπες.
Συγκλονιστική υπήρξε στη συνέχεια και η αποκάλυψη των δύο νεανικών μορφών με τις μακριές σάρισες, που τυλιγμένοι στις χλαμύδες και τη θλίψη τους, στέκουν σιωπηλοί δίπλα στην είσοδο του τάφου, αιώνιοι φρουροί του εξέχοντος νεκρού. Επάνω από τα κεφάλια τους απεικονίζονται δύο μεγάλες ασπίδες με λαμπερά χρώματα και εντυπωσιακά «επισήματα». Στο ιώδες βάθος της αριστερής προβάλλεται ένα εντυπωσιακό σε μέγεθος και εκφραστική απόδοση γοργόνειο (κεφάλι Μέδουσας), του λεγόμενου «ωραίου τύπου», ενώ στο λαμπερό κόκκινο φόντο της δεξιάς, διαγράφεται σχεδόν ανάγλυφα ο φτερωτός κεραυνός του Δία, του θεού με την έντονη παρουσία στη θρησκευτική συνείδηση των Μακεδόνων.
Ποιον νεκρό δέχτηκε στα σπλάχνα της η μακεδονική γη; Έναν ευγενή Μακεδόνα, όπως μαρτυρά ο οπλισμός του με τον χαρακτηριστικό σιδερένιο θώρακα, όμοιο με εκείνον της Βεργίνας.
«Ανάμεσα στα άπειρα σιδερένια θραύσματα του δαπέδου, αναγνωρίστηκαν τμήματα από μια μεγάλη στρογγυλή ασπίδα, από τις παραγναθίδες ενός κράνους, από ένα μαχαίρι και δύο αιχμές δοράτων. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπήρξε η σταδιακή αποκατάσταση ενός ζεύγους περικνημίδων από σφυρήλατο σίδηρο, καθώς αποτελούν το μοναδικό έως τώρα γνωστό σιδερένιο ζεύγος», σημειώνει η αρχαιολόγος.
Ο σιδερένιος θώρακας ανασυγκροτήθηκε σχεδόν ολόκληρος και εντυπωσιάζει το σύνολο της αριστοτεχνικής κατασκευής του. Κάτω από το σιδερένιο έλασμα του στήθους υπήρχε ένα ακόμη συστατικό μέρος του θώρακα, από το οποίο σώζεται μόνο το μεταλλικό πλαίσιο, όπου θα προσαρμόζονταν ύφασμα ή, το πιθανότερο, δέρμα. Είναι δηλαδή εμφανής, όπως λέει η αρχαιολόγος, η ιδιαίτερη μέριμνα για την προστασία του στήθους σε συνδυασμό ωστόσο με την ευχέρεια της αναπνοής και των κινήσεων και όλο το εξάρτημα αποσκοπούσε στην κατά το δυνατόν διευκόλυνση των κινήσεων του έφιππου άντρα την ώρα της μάχης.
«Πρόκειται δηλαδή για το σύνολο του οπλισμού ενός μάχιμου υψηλόβαθμου μακεδόνα, ενός "εταίρου" και μέλους των βασιλικών στρατευμάτων, ο οποίος κυριολεκτικά "ἐσιδηροφόρει". Ενός άνδρα που πιθανότατα πολέμησε στο πλευρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη μακρινή και ένδοξη εκστρατεία στην Ανατολή, που ευτύχησε, απόμαχος πια, να επιστρέψει και να ταφεί στην ιερή γη των Μακεδόνων», σημειώνει η κ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτου.
.
Ο μακεδονικός τάφος στον Αγ. Αθανάσιο, που είναι επισκέψιμος και εντυπωσιάζει με τις εκπληκτικές τοιχογραφίες και τα ολοζώντανα χρώματα, έρχεται να προσθέσει -μετά τους τάφους των Λευκαδίων και τις συγκλονιστικές ανακαλύψεις της Βεργίνας-, ένα ουσιαστικό κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής.
«Είναι γεγονός πως η μακεδονική γη, που τα τελευταία χρόνια δεν παύει να μας εκπλήσσει, μας έχει ως τώρα προσφέρει τα σημαντικότερα δείγματα της μεγάλης ζωγραφικής των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν για πάντα χαμένη.
Μα πάνω απ' όλα, αποτελεί ένα πραγματικά μοναδικό μνημείο του 4ου αι. π.Χ, στις παραστάσεις του οποίου αντικατοπτρίζεται κάθε πτυχή της ζωής και της κοινωνίας στην αρχαία Μακεδονία. Υπήρξε άλλωστε η τελευταία κατοικία ενός άνδρα, που μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ το όνομά του, η εικόνα του όμως καθρεφτίζεται καθαρά στα λόγια του Πλουτάρχου:
" ... του αυτού ανδρός εστί και φάλαγγα συστήσαι φοβερωτάτην και συμπόσιον ήδιστον, αμφότερα γαρ ευταξίας είναι..." », καταλήγει η κ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτου.
No comments:
Post a Comment