Έπαυλη Αχμέτ Καπαντζή: Το αρχοντικό της
Θεσσαλονίκης όπου εγκαταστάθηκαν ο πρίγκιπας
Νικόλαος και ο Ελ. Βενιζέλος
Σήμερα στεγάζει το Πολιτιστικό Κέντρο του Μορφωτικού Ιδρύματος
της Εθνικής Τραπέζης
Η έπαυλη Αχμέτ Καπαντζή είναι ένα από τα πίο όμορφα αρχοντικά της Θεσσαλονίκης,
που διακρίνεται για την πολυτελή κατασκευή του που κόστισε περισσότερες από
40.000 χρυσές λίρες. Οικοδομήθηκε το 1893 σε παραθαλάσσιο οικόπεδο αρχικής
έκτασης 4 στρεμμάτων στην ανατολική Θεσσαλονίκη, στην Συνοικία των Εξοχών.
Αποτελείται από δύο κτήρια που συνδέονται μεταξύ τους, το κυρίως κτήριο κατοικίας
και τον πύργο. Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η συμμετρική οργάνωση του εσωτερικού
χώρου και των όψεων που διακρίνονται για το εκλεκτικίστικο ύφος. Πλούσιος είναι και ο
αρχιτεκτονικός διάκοσμος, οι οροφογραφίες, τα ξυλόγλυπτα κ.ά.
Επιμέλεια: Θάνος Χερχελετζής
Κτίστηκε από τον Αχμέτ Καπαντζή και αργότερα κατά διαστήματα χρησιμοποιήθηκε ως
κατοικία του Νικολάου Γερμανού, του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Παναγιώτη Δαγκλή και
του Παύλου Κουντουριώτη. Περιήλθε στην κυριότητα της Εθνικής Τράπεζας της
Ελλάδας (Ε.Τ.Ε.) και μέχρι το 1970 στεγάστηκε σε αυτό, το Ε’ και Η’ Γυμνάσιο
Αρρένων Θεσσαλονίκης. Σήμερα στεγάζεται και λειτουργεί σ’αυτό, το Πολιτιστικό Κέντρο
Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας) και διοργανώνοντα
ι εκθέσεις, εκδηλώσεις λόγου και πολιτισμού.
Η ιστορία της Βίλας Καπαντζή
Το κτίριο του Παραρτήματος Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ ονομάζεται Βίλα Καπαντζή, διότι αρχικά ανήκε στην οικογένεια Καπαντζή, της οποίας η παρουσία μαρτυρείται στο συντεχνιακό σύστημα της Θεσσαλονίκης από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η κατασκευή ήταν ιδιαίτερα πολυτελής και κόστισε πάνω από 40.000 χρυσές λίρες, ποσό μυθώδες για την εποχή εκείνη, όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του ΜΙΕΤ.
Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχοντικά της παλιάς Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει συνδεθεί κατά καιρούς με πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης. Είναι χτισμένο στη Συνοικία των Εξοχών, όπως ονομαζόταν παλαιότερα, έξω από τα παλιά τείχη της Θεσσαλονίκης, τα οποία κατεδαφίστηκαν προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Η Συνοικία των Εξοχών δημιουργήθηκε μετά τη σταδιακή κατεδάφιση του ανατολικού και του θαλάσσιου τείχους και κυρίως μετά την τρομερή πυρκαγιά του 1890.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η Συνοικία των Εξοχών έπαψε να αποτελεί απλό τόπο παραθερισμού, οπότε οι πολυτελείς επαύλεις άλλαξαν χρήση. Μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότερες κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν πολυκατοικίες.
Η εγκατάσταση του Νικόλαου και του Ελ. Βενιζέλου στην έπαυλη
Το 1912, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στο κτίριο εγκαταστάθηκε ο πρίγκιπας Νικόλαος ως πρώτος στρατιωτικός διοικητής της πόλης. Το 1917, η Βίλα Καπαντζή γνώρισε την πιο ένδοξή της περίοδο, αφού εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της Προσωρινής (επαναστατικής) Κυβέρνησης με έδρα τη Θεσσαλονίκη, σε μια περίοδο κρίσιμη για την Ελλάδα. Κατά το διάστημα 1918–1922 το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία των οικογενειών Καπαντζή και Κοέν.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι το 1928, στα δωμάτια του κτιρίου στεγάστηκαν προσφυγικές οικογένειες, ενώ το 1928 το κτίριο περιήλθε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ως ανταλλάξιμη περιουσία. Τον ίδιο καιρό εγκαταστάθηκε στους χώρους του η αμερικανική εταιρεία Foundation, που πραγματοποίησε σημαντικά εγγειοβελτιωτικά έργα στην κεντρική Μακεδονία.
Το 1938 στο κτίριο στεγάστηκε το Ε΄ Γυμνάσιο Αρρένων, το οποίο παρέμεινε μέχρι το 1972, με εξαίρεση την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι, χιλιάδες κάτοικοι της Θεσσαλονίκης έχουν ζήσει στη Βίλα Καπαντζή ως μαθητές ενός από τα σημαντικότερα γυμνάσια της πόλης.
Το 1940 επιτάχθηκε από τον στρατό και λειτούργησε ως στρατιωτικό αρτοποιείο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιτάχθηκε από τις γερμανικές αρχές. Μετά την απελευθέρωση και μέχρι το καλοκαίρι του 1945 εγκαταστάθηκαν στο κτίριο βρετανικές στρατιωτικές αρχές. Έκτοτε και μέχρι το 1972 στέγασε και πάλι το Ε΄ Γυμνάσιο.
Το 1972, το κτίριο εγκαταλείφθηκε, αφού χρειαζόταν εκτεταμένες επισκευές μετά τη μακρόχρονη χρήση του και τις αλλαγές λειτουργιών που γνώρισε. Ανταποκρινόμενη σε αίτημα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, η Εθνική Τράπεζα αποφάσισε να το αποκαταστήσει και να το χρησιμοποιήσει για πολιτιστικούς σκοπούς. Η αποκατάσταση του κτιρίου ήταν επίπονη και διήρκεσε από το 1982 έως το 1989. Η μελέτη αποκατάστασης απέβλεπε να διασωθούν τα αυθεντικά στοιχεία του κτιρίου και να περιοριστούν στο ελάχιστο οι επεμβάσεις που θα αλλοίωναν την αρχική μορφή του οικοδομήματος.
Το κτίριο του ΜΙΕΤ στην Θεσσαλονίκη, από τα ελάχιστα σωζόμενα λαμπρά οικοδομήματα του τέλους του 19ου αιώνα στην πόλη, με την πλούσια ιστορία του αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νεότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης. Δεν διασώζει μόνο μια ζωντανή εικόνα της άλλοτε Συνοικίας των Εξοχών, αλλά και ευρύτερα ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας της πόλης.
Το κτίριο
Η Βίλα Καπαντζή κατασκευάστηκε σε παραθαλάσσιο τότε οικόπεδο έκτασης τεσσάρων περίπου στρεμμάτων. Την εποχή που χτίστηκε, η δυτική της όψη ήταν ορατή μόνο από τη θάλασσα. Αποτελείται ουσιαστικά από δύο κτίρια συνδεδεμένα μεταξύ τους, το κυρίως κτίσμα και τον πύργο. Το κυρίως κτίσμα έχει πλάτος 16,50 μ., μήκος 19 μ. και ύψος 18 μ. Περιλαμβάνει τρεις ορόφους (ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο και πρώτο όροφο), καθώς και σοφίτα. Ο πύργος έχει πλάτος 4,40 μ. και μήκος 6,60 μ., με τέσσερις ορόφους και ανοικτό το υπέργειο τμήμα του μέχρι το ύψος του ισογείου. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στην πλευρά της σημερινής οδού Βασιλίσσης Όλγας.
Η οικοδομή χαρακτηρίζεται από την επίδραση της αρχιτεκτονικής των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Βασικά στοιχεία της είναι η πολυπλοκότητα του όγκου, η σύνθετη στέγη με τις έντονες κλίσεις και ο υπερυψωμένος ορθογώνιος πύργος. Πλούσιος και ποικίλος είναι ο διάκοσμος στο εσωτερικό του κτιρίου, εξυπηρετώντας τη διαφοροποίηση και τη διαίρεση των χώρων του. Ποικίλα είναι τα υλικά των δαπέδων (μάρμαρο στις εισόδους, παρκέ στους χώρους υποδοχής και σανιδώματα στους υπόλοιπους), των κουφωμάτων και των οροφών.
Ξυλόγλυπτη διακόσμηση και ταμπλαδωτή μπουαζερί διακρίνει τους διάφορους χώρους και τα δωμάτια. Το δίπτυχο κλιμακοστάσιο αποκτά μνημειακό χαρακτήρα και κοσμείται με ξύλινες επενδύσεις, περίτεχνο κιγκλίδωμα και φωτιστικά. Εκτός από τους κεντρικούς χώρους, οι οροφές του ισογείου και του πρώτου ορόφου ήταν ζωγραφισμένες. Δυστυχώς όμως καταστράφηκαν οι περισσότερες εκτός από ελάχιστα δείγματα, με βάση τα οποία έγινε προσπάθεια αποκατάστασης των συνθέσεων, όπου βεβαίως υπήρχαν επαρκή στοιχεία.
No comments:
Post a Comment