Στις 2 Αυγούστου 1943 πέθανε στην Αμερική η διάσημη Ελληνίδα τραγουδίστρια Μαρίκα Παπαγκίκα. Πέρασαν 75 χρόνια από το θάνατό της και 128 από τη γέννησή της. Η σπουδαιότερη ελληνική φωνή στην Αμερική των αρχών του αιώνα (από όσες τουλάχιστον ηχογραφήθηκαν σε δίσκους) για την οποία ο ελληνοαμερικανικός Τύπος δεν αφιέρωσε μια λέξη.
Δεν είναι και πολλοί εκείνοι που από τα χρόνια της δικτατορίας κι ακόμα πιο πριν, αναζητούσαν επίμονα τους παλαιούς κρυμμένους στα παλαιοπωλεία και στα πατάρια των σπιτιών δίσκους φωνογράφου. Δεν ξέρω αν μπορούμε να τους πούμε συλλέκτες. Αλλο να συλλέγει κανείς γραμματόσημα, σπιρτόκουτα ή αποξηραμένες πεταλούδες, κι άλλο να συλλέγει αυτούς τους δίσκους. Αλλο το ενδιαφέρον για το αντικείμενο ως αντικείμενο κι άλλο για το περιεχόμενό του, όταν μάλιστα αυτό διασώζει τεκμήρια για την ερμηνεία και τα τραγούδια, πολλά μάλιστα απ' αυτά αθησαύριστα από την ερασιτεχνική και την άλλη λαογραφία.
Για όλους λοιπόν τους «συλλέκτες» η Μαρίκα Παπαγκίκα αποτελούσε ένα μυστήριο. Για την τραγουδίστρια με τους περισσότερους δίσκους στην Αμερική του Μεσοπολέμου, με το πιο πλούσιο και ποικίλο ρεπερτόριο (δημοτικά, λαϊκά, σμυρνέικα, ελαφρά, οπερέτες, και τούρκικα) και με την υψηλή τεχνική, κατά πολύ μακράν όλων των άλλων, δεν είχαμε καμιά πληροφορία. Για τη σιωπή του Τύπου τώρα ξέρουμε, πως επειδή εργαζόταν σε καφέ αμάν της Νέας Υόρκης, δεν έπρεπε να περιμένει καμιά αναφορά. Αντίθετα μάλιστα ο ελληνικός Τύπος δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει την απέχθειά του σε κάθε τι που δεν διευκόλυνε την αμερικανοποίηση των μεταναστών, είτε αυτό ήταν ένας αμφιλεγόμενος τρόπος διασκέδασης είτε ολόκληρη η ελληνική λαϊκή παράδοση.
Ιδού δείγμα από τη Μηνιαία Εικονογραφημένη Ατλαντίδα στις 4 Φεβρουαρίου 1904 (ανταπόκριση από το Σαν Φρανσίσκο): «Εχομεν και άλλην πληγήν ανίατον» (ΣΗΜ. η πρώτη πληγή υποτίθεται πως είναι οι 40 γυναίκες σερβιτόρες στα καφενεία της πόλης) «ήτοι τα ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ με τας αγρίας ωρυγάς των τραγουδιστριών και τα απαίσια κλαρίνα. Επίσης και τον Καραγκιόζην, τουρκικήν κληρονομίαν τον οποίον παρουσιάζουν εις τους διαπορούντας Αμερικανούς ως ελληνικόν θέατρον. Με τα βάρβαρα αυτά έθιμα, διά της βίας εισαγόμενα εις την χώραν ταύτην την πεπολιτισμένην ήτις μας φιλοξενεί, η ελληνική συνοικία παρείχε την εντύπωσιν ομάδος οργιαζόντων κανιβάλων».
Ας γυρίσουμε όμως στη Μαρίκα Παπαγκίκα. Από πληροφορίες που έδωσε ο παλαίμαχος βιολιστής Ευάγγελος Ανδριάς που συνεργάστηκε μαζί της στην Αμερική, η Παπαγκίκα γεννήθηκε στην Κω (κατά πληροφορίες που βρήκαμε αργότερα την 1η Σεπτεμβρίου 1890). Η οικογένειά της μετανάστευσε πριν το 1900 στην Αίγυπτο (πιθανώς στην Αλεξάνδρεια). Εκεί τραγουδούσε στα ελληνικά νυκτερινά κέντρα. Είναι άγνωστο αν τον σύζυγό της (τον Κώστα Παπαγκίκα που έπαιζε σαντούρι) τον γνώρισε στην Αμερική, στην Αλεξάνδρεια ή αλλού. Μετά το 1915 πάντως βρίσκονται και οι δυο στη Νέα Υόρκη και εργάζονται σε νυκτερινά κέντρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, είχαν δικό τους κέντρο διασκεδάσεως (καφέ αμάν) στη Νέα Υόρκη. Η περιγραφή του Ε. Ανδριά για την Παπαγκίκα είναι θαυμαστική. Από τις λακωνικές αλλά συχνές αναφορές που κάνει στη διάρκεια της διηγήσεώς του καταλαβαίνουμε ότι ήταν μια γυναίκα δραστήρια, μαχητική και διεκδικητική. Ενα πνεύμα ανήσυχο σε μια δύσκολη εποχή.
Με την οικονομική κρίση του 1929, το ζεύγος Παπαγκίκα έχασε την επιχείρησή του. Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν είναι γνωστό τίποτε άλλο εκτός από τη δισκογραφική δραστηριότητα που όμως κι αυτή διακόπηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1930.
Το 1998 το περιοδικό «Παράδοση και Τέχνη» που εκδίδεται από το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης δημοσίευσε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα Στηβ Φράγκου, με θέμα την Παπαγκίκα το οποίο περιλαμβάνει πρόσθετα στοιχεία:
*Η δισκογραφική σταδιοδρομία της τραγουδίστριας αρχίζει το 1918 με δική της εταιρεία δίσκων, τη Victor Record Company.
*Το κέντρο της ήταν το πρώτο καφέ - αμάν που άνοιξε στην πόλη της Νέας Υόρκης, ένα υπερυψωμένο μονώροφο που βρισκόταν στην 34η οδό ανάμεσα στην 7η και 8η Λεωφόρο και λεγόταν «Της Μαρίκας». Για τη δημιουργία του (1925) οι Παπαγκίκα ξόδεψαν όσα είχαν κερδίσει από τις περιοδείες στην Αμερική και από τις πωλήσεις των δίσκων.
*Το 1925 ήταν ο πέμπτος χρόνος της περιόδου της ποτοαπαγόρευσης. Το κέντρο «Marica's» δεν ήταν ένα απλό καφέ - αμάν αλλά ένα παράνομο ποτοπωλείο.
Μετά από κάποιες παρατηρήσεις για τη μουσική και τους μουσικούς της εποχής (επιδεκτικές πάντως κι αυτές παρατηρήσεων) ο συγγραφέας καταλήγει: Το πιστοποιητικό θανάτου της Παπαγκίκα στη θέση Επάγγελμα, αναφέρει «νοικοκυρά». Στις 2 Αυγούστου 1943 ένα ασθενοφόρο κατέβαινε αργά τη Lily Pond Lane ψάχνοντας τον αριθμό 198. Σ' αυτή την ήσυχη γειτονιά του Staten Island ήξερε άραγε κανείς ποιον είχαν έρθει να πάρουν; Η Μαρίκα Κωνσταντίνα Παπαγκίκα, μια από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες του καφέ - αμάν, είχε μόλις πεθάνει.
Δεν είναι και πολλοί εκείνοι που από τα χρόνια της δικτατορίας κι ακόμα πιο πριν, αναζητούσαν επίμονα τους παλαιούς κρυμμένους στα παλαιοπωλεία και στα πατάρια των σπιτιών δίσκους φωνογράφου. Δεν ξέρω αν μπορούμε να τους πούμε συλλέκτες. Αλλο να συλλέγει κανείς γραμματόσημα, σπιρτόκουτα ή αποξηραμένες πεταλούδες, κι άλλο να συλλέγει αυτούς τους δίσκους. Αλλο το ενδιαφέρον για το αντικείμενο ως αντικείμενο κι άλλο για το περιεχόμενό του, όταν μάλιστα αυτό διασώζει τεκμήρια για την ερμηνεία και τα τραγούδια, πολλά μάλιστα απ' αυτά αθησαύριστα από την ερασιτεχνική και την άλλη λαογραφία.
Για όλους λοιπόν τους «συλλέκτες» η Μαρίκα Παπαγκίκα αποτελούσε ένα μυστήριο. Για την τραγουδίστρια με τους περισσότερους δίσκους στην Αμερική του Μεσοπολέμου, με το πιο πλούσιο και ποικίλο ρεπερτόριο (δημοτικά, λαϊκά, σμυρνέικα, ελαφρά, οπερέτες, και τούρκικα) και με την υψηλή τεχνική, κατά πολύ μακράν όλων των άλλων, δεν είχαμε καμιά πληροφορία. Για τη σιωπή του Τύπου τώρα ξέρουμε, πως επειδή εργαζόταν σε καφέ αμάν της Νέας Υόρκης, δεν έπρεπε να περιμένει καμιά αναφορά. Αντίθετα μάλιστα ο ελληνικός Τύπος δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει την απέχθειά του σε κάθε τι που δεν διευκόλυνε την αμερικανοποίηση των μεταναστών, είτε αυτό ήταν ένας αμφιλεγόμενος τρόπος διασκέδασης είτε ολόκληρη η ελληνική λαϊκή παράδοση.
Ιδού δείγμα από τη Μηνιαία Εικονογραφημένη Ατλαντίδα στις 4 Φεβρουαρίου 1904 (ανταπόκριση από το Σαν Φρανσίσκο): «Εχομεν και άλλην πληγήν ανίατον» (ΣΗΜ. η πρώτη πληγή υποτίθεται πως είναι οι 40 γυναίκες σερβιτόρες στα καφενεία της πόλης) «ήτοι τα ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ με τας αγρίας ωρυγάς των τραγουδιστριών και τα απαίσια κλαρίνα. Επίσης και τον Καραγκιόζην, τουρκικήν κληρονομίαν τον οποίον παρουσιάζουν εις τους διαπορούντας Αμερικανούς ως ελληνικόν θέατρον. Με τα βάρβαρα αυτά έθιμα, διά της βίας εισαγόμενα εις την χώραν ταύτην την πεπολιτισμένην ήτις μας φιλοξενεί, η ελληνική συνοικία παρείχε την εντύπωσιν ομάδος οργιαζόντων κανιβάλων».
Ας γυρίσουμε όμως στη Μαρίκα Παπαγκίκα. Από πληροφορίες που έδωσε ο παλαίμαχος βιολιστής Ευάγγελος Ανδριάς που συνεργάστηκε μαζί της στην Αμερική, η Παπαγκίκα γεννήθηκε στην Κω (κατά πληροφορίες που βρήκαμε αργότερα την 1η Σεπτεμβρίου 1890). Η οικογένειά της μετανάστευσε πριν το 1900 στην Αίγυπτο (πιθανώς στην Αλεξάνδρεια). Εκεί τραγουδούσε στα ελληνικά νυκτερινά κέντρα. Είναι άγνωστο αν τον σύζυγό της (τον Κώστα Παπαγκίκα που έπαιζε σαντούρι) τον γνώρισε στην Αμερική, στην Αλεξάνδρεια ή αλλού. Μετά το 1915 πάντως βρίσκονται και οι δυο στη Νέα Υόρκη και εργάζονται σε νυκτερινά κέντρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, είχαν δικό τους κέντρο διασκεδάσεως (καφέ αμάν) στη Νέα Υόρκη. Η περιγραφή του Ε. Ανδριά για την Παπαγκίκα είναι θαυμαστική. Από τις λακωνικές αλλά συχνές αναφορές που κάνει στη διάρκεια της διηγήσεώς του καταλαβαίνουμε ότι ήταν μια γυναίκα δραστήρια, μαχητική και διεκδικητική. Ενα πνεύμα ανήσυχο σε μια δύσκολη εποχή.
Με την οικονομική κρίση του 1929, το ζεύγος Παπαγκίκα έχασε την επιχείρησή του. Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν είναι γνωστό τίποτε άλλο εκτός από τη δισκογραφική δραστηριότητα που όμως κι αυτή διακόπηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1930.
Το 1998 το περιοδικό «Παράδοση και Τέχνη» που εκδίδεται από το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης δημοσίευσε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα Στηβ Φράγκου, με θέμα την Παπαγκίκα το οποίο περιλαμβάνει πρόσθετα στοιχεία:
*Η δισκογραφική σταδιοδρομία της τραγουδίστριας αρχίζει το 1918 με δική της εταιρεία δίσκων, τη Victor Record Company.
*Το κέντρο της ήταν το πρώτο καφέ - αμάν που άνοιξε στην πόλη της Νέας Υόρκης, ένα υπερυψωμένο μονώροφο που βρισκόταν στην 34η οδό ανάμεσα στην 7η και 8η Λεωφόρο και λεγόταν «Της Μαρίκας». Για τη δημιουργία του (1925) οι Παπαγκίκα ξόδεψαν όσα είχαν κερδίσει από τις περιοδείες στην Αμερική και από τις πωλήσεις των δίσκων.
*Το 1925 ήταν ο πέμπτος χρόνος της περιόδου της ποτοαπαγόρευσης. Το κέντρο «Marica's» δεν ήταν ένα απλό καφέ - αμάν αλλά ένα παράνομο ποτοπωλείο.
Μετά από κάποιες παρατηρήσεις για τη μουσική και τους μουσικούς της εποχής (επιδεκτικές πάντως κι αυτές παρατηρήσεων) ο συγγραφέας καταλήγει: Το πιστοποιητικό θανάτου της Παπαγκίκα στη θέση Επάγγελμα, αναφέρει «νοικοκυρά». Στις 2 Αυγούστου 1943 ένα ασθενοφόρο κατέβαινε αργά τη Lily Pond Lane ψάχνοντας τον αριθμό 198. Σ' αυτή την ήσυχη γειτονιά του Staten Island ήξερε άραγε κανείς ποιον είχαν έρθει να πάρουν; Η Μαρίκα Κωνσταντίνα Παπαγκίκα, μια από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες του καφέ - αμάν, είχε μόλις πεθάνει.
No comments:
Post a Comment