Τον θάνατο σε ηλικία 87 ετών του ιταλού Leonardo Del Vecchio, ο οποίος έκανε περιουσία δισεκατομμυρίων με ορμητήριο 

ένα μικρό εργαστήριο οπτικών στα βουνά των Δολομιτών, δημοσιοποίησε η Corriere della Sera, σύμφωνα με το Bloomberg.

Περιουσία 25,7 δισ. δολαρίων

Μεγαλωμένος σε ένα ορφανοτροφείο του Μιλάνου, ο Del Vecchio μετακόμισε στην αλπική πόλη Αγκόρντο, βόρεια της 

Βενετίας, για να ανοίξει ένα μαγαζί, ξεκινώντας την επιχειρηματική του δραστηριότητα, που έμελλε να γράψει ιστορία, ως 

μικρός προμηθευτής εξαρτημάτων σκελετού σε τοπικούς κατασκευαστές γυαλιών.

Διαβάστε επίσης: Η μεγάλη κλοπή στην JP Morgan και τα Ray Ban

Μέσα από μια σειρά από εξαγωγές, η εταιρεία του, EssilorLuxottica, κατέκτησε την κορυφή. Αναδείχθηκε σε παγκόσμιο

 ηγέτη στον κλάδο. Παγκοσμίως αναγνωρισμένα ονόματα Ray-Ban και Oakley ήταν μεταξύ των δεκάδων επωνυμιών

 γυαλιών που αγόρασε ο Del Vecchio στο δρόμο του προς την κορυφή.

Σύμφωνα με το Bloomberg Billionaires Index, η καθαρή περιουσία του ανερχόταν σε 25,7 δισεκατομμύρια δολάρια την

 1η Ιουνίου.

Κατείχε ποσοστό 32% στην EssilorLuxottica, τον γαλλο-ιταλικό κολοσσό γυαλιών που προέκυψε από τη συγχώνευση της 

Luxottica το 2018 με τον γαλλικό γίγαντα φακών Essilor.

Η εταιρεία, η οποία κατασκευάζει σκελετούς για πολυτελείς οίκους όπως η Armani και η Prada, κατέχει «βαριά» brands, 

όπως η Ray-Ban.

Απασχολεί περισσότερους από 180.000 υπαλλήλους, δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο και ένας τομέας της 

δραστηριοποιείται στα είδη πολυτελείας και στην ιατρική τεχνολογία.

Η EssilorLuxottica είναι η κορυφαία εταιρεία λιανικής πώλησης γυαλιών στον κόσμο και ο μεγαλύτερος παραγωγός φακών 

οράσεως.

Ντροπαλός αλλά και συγκρουσιακός

Ντροπαλός και μυστικοπαθής από τη φύση του, ο Del Vecchio πέρασε δεκαετίες αποφεύγοντας μεθοδικά τα φώτα της 

δημοσιότητας.

Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του πρόσφατα ο μεγιστάνας ρωτήθηκε πώς έχτισε την αυτοκρατορία του. «Πάντα 

προσπαθούσα να είμαι ο καλύτερος σε ό,τι κάνω – αυτό είναι», αποκάλυψε το «μυστικό» του, συνοψίζοντας σε μια φράση 

τι ήταν αυτό που τον έφτασε στην κορυφή: «Δεν μπορούσα ποτέ να χορτάσω».

Εκτός από το μερίδιο στην EssilorLuxottica, είχε επίσης συμμετοχές σε ιταλικές χρηματοοικονομικές εταιρείες όπως

 η Mediobanca SpA –ως μεγαλύτερος μέτοχος με ποσοστό λίγο κάτω από 20%-, η Assicurazioni Generali SpA –ως ένας από 

τους κύριους επενδυτές της κορυφαίας ασφαλιστικής εταιρείας της Ιταλίας- και η UniCredit SpA.

Στην επιχειρηματική του δράση συμπεριλαμβάνεται η συμμετοχή του στην ομάδα των επενδυτών που προσπάθησαν

 ανεπιτυχώς να απομακρύνουν τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Generali, Philippe Donnet, το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ 

στη Mediobanca, ερχόταν κατά καιρούς σε σύγκρουση με τον CEO Alberto Nagel για τη στρατηγική της τράπεζας.

Ο τελικός στόχος του μεγιστάνα, όπως είχε πει, ήταν να ωθήσει την EssilorLuxottica στην κατηγορία των εταιρειών με αξία 

άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ (107 δισεκατομμύρια δολάρια).

Ο ίδιος είχε πει ότι οι αψιμαχίες του στον χρηματοοικονομικό κλάδο ήταν αποτέλεσμα των υψηλών του στόχων. «Πρέπει να

 είσαι αρκετά γενναίος για να συνεχίσεις να κάνεις πράγματα, να προχωρήσεις», είχε δηλώσει.

Τα «πέτρινα» χρόνια και η άνοδος

Γεννημένος στις 22 Μαΐου 1935, ο Del Vecchio μεγάλωσε φτωχός στο Μιλάνο. Μην μπορώντας να φροντίσει τον γιο της,

 η μητέρα του, που έμεινε χήρα πέντε μήνες πριν γεννήσει- τον έστειλε σε ορφανοτροφείο σε ηλικία επτά ετών. Άρχισε να

 εργάζεται ως μαθητευόμενος σε έναν κατασκευαστή εργαλείων και βαφών στο Μιλάνο όταν ήταν 14 ετών.

Ο Del Vecchio μετακόμισε στο Αγκόρντο τη δεκαετία του 1960 και ξεκίνησε μια μικρή επιχείρηση κατασκευής σκελετών 

για γυαλιά.  Ίδρυσε τη Luxottica το 1961 με 14 εργάτες σε γη που του παραχωρήθηκε δωρεάν στο πλαίσιο της πολιτικής

 τόνωσης της τοπικής οικονομίας.

Η Luxottica άρχισε να παράγει τα σχέδια με την υπογραφή της στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Στη δεκαετία του 1980, ο Del Vecchio άρχισε να αγοράζει εταιρείες στις ΗΠΑ. Το 1999, αγόρασε τη Ray-Ban προς 640 

εκατομμύρια δολάρια.

Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Del Vecchio είπε ότι «έβαζε τη δουλειά πάνω από όλα τα άλλα», αφιερώνοντας λίγο 

χρόνο στα παιδιά του. «Το εργοστάσιο έγινε η πραγματική μου οικογένεια», είπε, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια

 προσπαθούσε να αναπληρώσει μέρος από τον χαμένο χρόνο με την πραγματική του οικογένεια σε κάποια από τα 

σπίτια που κατείχε.