Πολλοί και θυελλώδεις ήταν οι έρωτες της παλιάς Θεσσαλονίκης, και ιδιαίτερα, στην αγαπημένη «Συνοικία των Εξοχών».

Άλλοτε έβρισκαν στέγη σε κτήρια, όπως στην Κάζα Μπιάνκα, άλλοτε υπήρχαν ολόκληρα 

κτήρια αφιερωμένα στο όνομα του έρωτα, όπως ο «Κόκκινος Πύργος» ή αλλιώς «Δίδυμοι

 Πύργοι», ένα από τα τελευταία διασωθέντα αρχοντικά της Βασιλίσσης Όλγας.

Οι Πύργοι χτίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Αρμένιο Δειράν Αβδουλάχ και δυο χρόνια αργότερα περιήλθαν στην ιδιοκτησία του μεγαλέμπορου, Δημήτρη Ιωαννίδη, που μετά το τέλος της ζωής του θέλησε να προσφέρει όσα απέκτησε στη γενέτειρά του, τη Σιάτιστα Κοζάνης

Πριν από αυτό όμως θα ζούσε μία όμορφη ζωή στο κτήριο αυτό με τη σύζυγό του, τη Μαρία Τσικερδέκη, την οποία παντρεύτηκε στα Βελεσά της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας. Μάλιστα, όταν το αγόρασε θέλησε να το αφιερώσει, σύμφωνα με κάποιες αφηγήσεις, στη γυναίκα του και στην ευτυχία τους. Για τον λόγο αυτό, στο επανωθύριο έγραφε «Chateau Mon Bonheur» που στα ελληνικά σημαίνει «Πύργος, η ευτυχία μου». Άλλες πάλι αφηγήσεις αναφέρουν πως η φράση απηχεί την αισιόδοξη σκοπιά της ζωής και την ευρωπαϊκή αστική αντίληψη του ιδιοκτήτη του. 

Όποια και να είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας, το σίγουρο είναι πως η επιγραφή πέρασε με αυτή τη γαλλόγλωσση φράση στις μεταγενέστερες δημοσιογραφικές και περιηγητικές αναφορές. Για τον πολύ κόσμο, έμεινε το όνομα «Κόκκινος Πύργος» λόγω των χαρακτηριστικών κόκκινων τούβλων με τα οποία έχει χτιστεί.

Αναφορά στον Πύργο γίνεται και το 1890 από έναν Αθηναίο δημοσιογράφο και περιηγητή, που δημοσιεύει τις εντυπώσεις στο Ημερολόγιο του Σκώκου. Ο Δ. Βαρδουνιώτης, γράφει για τα μοναδικά αυτά οικοδομήματα των εξοχών: «Τα μέγαρα των πύργων (αρχοντικών) είναι μεγάλα και εξαίσια οικοδομήματα, είναι δε τα πλείστα θεριναί κατοικίαι των ιδιοκτητών αυτών. Θαυμάζει το κομψότατον, μεσαιωνικού ρυθμού,  μέγαρον φέρον εις την εξώθυρα μεγάλοις χρυσοίς ψηφίοις την επιγραφήν "Chateau mon Bohneur"».

Όπως τονίζει και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Χρίστος Ζαφείρης, σε άρθρο του, το κυρίως μέγαρο, διώροφο με έξι δωμάτια, που καταλήγει σε πύργο με  τις αναγεννησιακές επάλξεις, στέγασε κατά καιρούς, πέρα από την οικογένεια Ιωαννίδη και άλλες χρήσεις και δραστηριότητες.

Χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια ως οικοτροφείο για τις μαθήτριες που φοιτούσαν στα γειτονικά «Εκπαιδευτήρια Θηλεών Αγλαΐας Σχινά». 

Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φιλοξένησε προσφυγικές οικογένειες που έμειναν στο παλιό  κτήριο ως τον μεγάλο σεισμό του 1978. Στην αυλή του, προς τη θάλασσα, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στήθηκαν μεταλλικά τολ που φιλοξένησαν προσκόπους και εργαστήρια του γειτονικού Ε’ γυμνασίου.

Ο ευεργέτης

Ο ιδιοκτήτης του πύργου, ο Δημήτρης Ιωαννίδης, γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1841 και γρήγορα ανέπτυξε δραστηριότητα, όπως και αρκετοί νέοι της εποχής, σε περιοχές εκτός των συνόρων. Ασχολήθηκε με την παραγωγή και το εμπόριο μάλλινων υφασμάτων σε χώρες κυρίως της Κεντρικής Ευρώπης. Αρχικά, επειδή είχε καλή μόρφωση δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος. Εγκατέλειψε όμως νωρίς το διδασκαλικό επάγγελμα και εγκαταστάθηκε αρχικά ως έμπορος στη Βελεσά, όπου και άνοιξε το πρώτο εργοστάσιό του, μετά στο Μοναστήρι και στη συνέχεια, στη Θεσσαλονίκη. Στα Βελεσά, σε νεαρή ακόμα ηλικία, κέρδισε την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του μεγαλέμπορου των Βελεσών Τσικερδέση, ο οποίος τον πάντρεψε με την κόρη του Μαρία. Όπως αναφέρει  ο πρόεδρος του «Ιωαννίδειου Ιδρύματος», Γιάννης Σφενδόνης, τότε πολλοί βορειοελλαδίτες ταξίδευαν

 στην Ευρώπη για εμπορικές δραστηριότητες που δεν μπορούσαν να αναπτύξουν στη 

χώρα τους. Συμμετείχαν, όμως, στα κοινωνικά δρώμενα της πατρίδας τους παράλληλα 

με τη δραστηριότητά τους. 

Έτσι, ο Ιωαννίδης, λίγο πριν πεθάνει το 1906, σε ηλικία 65 χρονών, ζήτησε από κατοίκους της Σιάτιστας, στη Δυτική Μακεδονία, να συγκροτήσουν ένα Ίδρυμα για να στηρίζουν συμπολίτες τους που είχαν ανάγκη. Το Ίδρυμα, σύμφωνα με τον κ. Σφενδόνη, βοηθούσε τα κορίτσια που δεν είχαν προίκα και επιθυμούσαν να παντρευτούν. Επίσης, συνέβαλε στο να πάρουν υποτροφίες και να σπουδάσουν παιδιά άπορων οικογενειών με έφεση στα γράμματα, ενώ στήριζε και γενικά όσους είχαν ανάγκη στη Σιάτιστα. Παράλληλα, ζήτησε να υπάρχει ειδική μέριμνα για τους Έλληνες στο Μοναστήρι. Το Ίδρυμα ονομάστησε «Ίδρυμα Δημητρίου Ιωαννίδου του Σιατιστέως» ή «Ιωαννίδειο Ίδρυμα». 

Ο Ιωαννίδης άφησε στο Ίδρυμα μετρητά, αλλά και ορισμένα ακίνητα, όπως τον Κόκκινο Πύργο, επί της Βασιλίσσης Όλγας. Η Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων έχει χαρακτηρίσει το κτίσμα ως διατηρητέο μνημείο και παράλληλα ως έργο τέχνης λόγω της μεγάλης καλλιτεχνικής του αξίας. Ο Πύργος, όπως και άλλα ακίνητα που διέθεσε ο επιχειρηματίας, πέρασαν υπό τη σκέπη του «Ιωαννίδειου Ιδρύματος», προκειμένου από την εμπορική εκμετάλλευσή τους -όταν αργότερα κατά την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης αυτά δόθηκαν αντιπαροχή και έγιναν διαμερίσματα- να έχει έσοδα το Ίδρυμα για να συνεχίσει τις δωρεές, όπως ήθελε ο ίδιος ευεργέτης.

Από δωρεά, άλλωστε, χτίστηκαν η ελληνική αστική σχολή Δημητρίου Ιωαννίδου του Σιατιστέως, δηλαδή το σημερινό Ιωαννίδειο δημοτικό σχολείο στο Ιπποδρόμιο, ένα περίπτερο στο παλιό Θεαγένειο νοσοκομείο που κατεδαφίστηκε κατά την ανέγερση του σύγχρονου κτηρίου και ένα νηπιαγωγείο στη Σιάτιστα.

Η σημερινή κατάσταση

Το κόκκινο κτήριο σήμερα παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης. Το 50%  του κτηρίου ανήκει στο «Ιωαννίδειο Ίδρυμα» και το υπόλοιπο σε ιδιώτες, οι οποίοι κατέχουν μικρότερα ποσοστά. Έτσι, όπως λέει ο κ. Σφενδόνης, «το ίδρυμα αποστερείται της περιουσίας του», καθώς ούτε το κράτος δίνει χρήματα έτσι ώστε να το εξαγοράσει και να το αξιοποιήσει. 

Όμως, το πρόβλημα δεν μένει εκεί. Ο πρόεδρος του «Ιωαννίδειου Ιδρύματος» λέει πως, εκτός από την γραφειοκρατία, έχει να αντιμετωπίσει και την αστυνομία, καθώς οι περίοικοι διαμαρτύρονται -και δικαίως, όπως σημειώνει ο ίδιος- για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από τους ρακοσυλλέκτες και τους τοξικομανείς, με αποτέλεσμα να προχωρούν σε καταγγελίες κατά των ιδιοκτητών.

Ωστόσο, όπως αναφέρει ο κ. Σφενδόνης,αυτό συμβαίνει διότι το κτήριο είναι χαρακτηρισμένο ως έργο τέχνης και διατηρητέο, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει η όποια παρέμβαση χωρίς την άδεια από την Εφορεία των Νεοτέρων Μνημείων και την Πολεοδομία. Σκοπός του Ιδρύματος ήταν να περιφράξει το οικόπεδο, όμως, παρά την άδεια που έλαβε από την Εφορεία, το θέμα σκάλωσε στην Πολεοδομία και δυστυχώς παραμένει ένα... ξέφραγο αμπέλι.