Μια φορά κι έναν καιρό στην παραλία Ροδίτσες της Σάμου, ζούσε η Μάμα-Μαρία και ο κύριος Μιχάλης. Η Μαρία Μακρογιάννη και ο Μιχάλης Γεωργαλής. Είχαν μια όμορφη ταβερνούλα και μια περιποιημένη παραλία με ομπρέλες ακριβώς μπροστά. Στην άκρη της παραλίας, οι φλαμουριές είχε μπλέξει τα κλωνάρια τους δημιουργώντας μια παχιά σκιά. Η παραλία Ροδίτσες βρίσκεται πολύ κοντά στο Βαθύ της Σάμου κι έτσι καθημερινά μάζευε αρκετό κόσμο από αυτούς που ήθελαν να κάνουν μια γρήγορη βουτιά δίχως αν χρησιμοποιήσουν αυτοκίνητο. Τους συνάντησα το καλοκαίρι του 2016 όταν η Μάμα Μαρία και ο κύριος Μιχάλης μαγείρευαν φαγητό και φιλοξενούσαν στην ταβερνούλα τους πρόσφυγες που έφταναν στο νησί της Σάμου.
Τρία χρόνια μετά, ταξίδεψα και πάλι στο νησί της Σάμου προκειμένου να συναντήσω την Μάμα Μαρία και τον κύριο Μιχάλη. Η ταβερνούλα τους, στην παραλία Ροδίτσες της Σάμου έχει χαθεί. Ο ιδιοκτήτης τους έβγαλε. Οι γείτονες, διαμαρτύρονταν ότι στην παραλία τους έκαναν μπάνιο οι πρόσφυγες και λέρωναν τα νερά. «Κατουράνε μέσα στο νερό. Τι τους μαζεύετε εδώ;» έλεγαν στον κύριο Μιχάλη. «Γιατί εσύ που κατουράς» τους απαντούσε.
Πήγαμε ξανά μαζί στην ταβερνούλα στην παραλία Ροδίτσες. Η Μάμα Μαρία δεν ήθελε να έρθει μαζί μας. «Δεν έχω επιστρέψει εκεί από την ημέρα που φύγαμε» μου είπε και συνέχισε: «Δεν μπορώ να πάω ξανά εκεί. Έχω πολλές όμορφες αλλά και άσχημες αναμνήσεις. Δεν αντέχω να πάω ξανά». Η Μάμα Μαρία, πέρυσι είχε κάποια προβλήματα με την υγεία της. «Έπαθα δύο εγκεφαλικά» μου είπε σε κάποια στιγμή.
Όταν φτάσαμε στην παραλία, ο κύριος Μιχάλης άναψε τσιγάρο και κάθισε σε μια γωνία σιωπηλός. «Κόψανε τα κλαδιά από τις φλαμουριές. Τα είχα μπλέξει μεταξύ τους και έκαναν σκιά» μονολογούσε. Ο ίδιος και η σύζυγος του, έζησαν στις Ροδίτσες με την ταβερνούλα τους, 16 ολόκληρα χρόνια. «Εγώ είμαι από την Κρήτη» μου είπε ο κύριος Μιχάλης και συνέχισε: «Εκεί ζούσαμε με την Μαρία. Όταν αρρώστησε η μητέρα της μου ζήτησε να πάμε στην Σάμο για να την κοιτάζει και έτσι μετακομίσαμε. Αρχικά είχαμε ένα καφενεδάκι και μετά αυτή την ταβερνούλα. Με το προσφυγικό καταπιαστήκαμε τυχαία. Βλέπαμε τους ανθρώπους που πεινούσαν και δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς παρά να βοηθήσουμε».
Μπορεί η ταβερνούλα στην παραλία Ροδίτσες –σημείο αναφοράς για τους πρόσφυγες- να μην υπάρχει πια, όμως η Μάμα Μαρία συνεχίζει να μαγειρεύει για τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου που φτάνουν καραβοτσακισμένοι στο νησί. Στο σπίτι της στην Βλαμαρή της Σάμου. Λίγο έξω από το Βαθύ και μερικά χιλιόμετρα μακριά από τον καταυλισμό. «Μια φορά πήγαμε να μοιράσουμε φαγητό στον καταυλισμό και η αστυνομία δεν μας άφησε, για την δική μας ασφάλεια όπως μας είπαν. Έτσι τώρα μαγειρεύω στο σπίτι. Όλο και κάποιος πρόσφυγας έρχεται. Ξέρουν που μένω και όσοι έχουν ανάγκη, έρχονται και με βρίσκουν. Από στόμα σε στόμα το μαθαίνουν» λέει. Στο μεγάλο τραπέζι στην κουζίνα, κάθεται ο Μοχάμεντ από την Σομαλία. «Πολύ καλό παιδί. Πολύ φιλότιμο. Έρχεται σχεδόν κάθε μέρα» επισημαίνει η Μάμα Μαρία. Ο Μοχάμεντ περπατάει για μισή περίπου ώρα από τον καταυλισμό μέχρι την Βλαμαρή. Σε λίγο φτάνει και ένας φίλος του. Η Μάμα Μαρία ετοιμάζει δυο μεγάλες μερίδες με μακαρόνια και κοτόπουλο. «Εδώ τρώνε σαν άνθρωποι. Έχετε δει πως είναι ο καταυλισμός; Οι συνθήκες είναι τραγικές» συμπληρώνει καθώς γεμίζει τα πιάτα. Η βιβλιοθήκη πίσω της είναι γεμάτη με γάλατα Εβαπορέ. «Είναι για τα παιδάκια. Έρχονται οι μητέρες και παίρνουν κουτιά, ή τους τα πηγαίνει ο Μοχάμεντ» διευκρινίζει. Φεύγοντας, πήραμε μαζί μας τον Μοχάμεντ με τον φίλο του με το αυτοκίνητο. Η Μάμα Μαρία τους είχε δώσει δύο κούτες με παιδικά ρούχα για να τα πάνε στον καταυλισμό. «Δεν με βοηθάει κανείς πλέον. Ελάχιστοι έχουν απομείνει να βοηθούν. Είναι όλοι κουρασμένοι. Η κατάσταση πλέον στο νησί είναι τραγική. Άδικα ταλαιπωρούνται αυτοί οι άνθρωποι. Πού θα πάνε; Τι θα απογίνουν; Εγώ θα βοηθώ όσο μπορώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αυτή είναι η φύση μου. Λυπάμαι πολύ όμως» μας λέει η Μάμα Μαρία καθώς μας αποχαιρετά. Είναι απόγευμα πλέον και στο γήπεδο ποδοσφαίρου μπροστά στον καταυλισμό, εθελοντές παίζουν με τα προσφυγόπουλα. Μερικές στιγμές χαράς, μέχρι να επιστρέψουν στο κολαστήριο του καταυλισμού. Του χειρότερου καταυλισμού που έχω δει στην Ελλάδα, από την αρχή της προσφυγικής κρίσης.
Στην παραλία στο Βαθύ, οι πρόσφυγες είναι περισσότεροι από τους ντόπιους. Αυτή η συμβίωση δεν είναι εύκολη για κανέναν. Η τοπική κοινωνία πιέζεται αφόρητα. «Δεν είμαστε ρατσιστές, όμως αυτό πρέπει να σταματήσει» μου λένε δύο κυρίες γύρω στα 60. «Είναι άνθρωποι κι αυτοί και τους καταλαβαίνουμε. Όμως ειδικά τον χειμώνα, μόλις σκοτεινιάσει φοβόμαστε να βγούμε από τα σπίτια μας δίχως συνοδεία. Μακάρι να βρεθεί μια λύση για όλους» συμπληρώνουν φεύγοντας…
Στο Βαθύ της Σάμου, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ζούνε 6.100 κάτοικοι. Στον καταυλισμό που βρίσκεται στις παρυφές της πόλης, ο οποίος είναι χωρητικότητας 648 ανθρώπων, ζούνε 3617 πρόσφυγες, ενώ συνολικά στην Σάμο βρίσκονται αυτή την στιγμή 3872 πρόσφυγες και μετανάστες.
No comments:
Post a Comment