ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΙΣ 2.800.000 ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ.

Wednesday, June 26, 2019

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ

«Είκοσι χρόνια από τώρα θα είσαι πιο απογοητευμένος για τα πράγματα που δεν έκανες παρά για τα πράγματα που έκανες. Γι’ αυτό, λύσε τους κάβους. Σαλπάρισε μακριά από το σίγουρο λιμάνι. Εξερεύνησε, ονειρέψου, ανακάλυψε» λέει ο Mark Twain, Αμερικανός συγγραφέας. Μια ίσως ανάλογη σκέψη μπορεί να έκανε κάποια στιγμή  και ο Γιώργος Παυλόπουλος, ο ταξιδευτής που πρώτα ανακάλυψε την συγγραφή και μέσα από αυτήν την ανάγκη της περιπλάνησης.
Ο Γιώργος μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά στις αρχές του 2010,  λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα, μετακόμισε μόνιμα στο Βερολίνο. Δεν ξέρει τι έψαχνε τότε. Απλά ήθελε όπως χαρακτηριστικά μας λέει και ο ίδιος, να ικανοποιήσει την περιέργεια του. «Ήθελα να δω πώς είναι η ζωή σε μια άλλη χώρα, να μάθω μια καινούργια γλώσσα, ν’ αντλήσω ερεθίσματα για το γράψιμο μου, σε μια πόλη που έχει έντονη ζωή σε όλα τα επίπεδα, καθώς και ιστορία που την έχει στιγματίσει. Δεν μπορώ να πω ότι έψαχνα κάτι καλύτερο, σίγουρα όμως έψαχνα κάτι αλλιώτικο». Μας λέει ο Γιώργος και συνεχίζει: «Στο Βερολίνο ασχολήθηκα με το γράψιμο αποκλειστικά και στη συνέχεια και με τη φωτογραφία. Είχα ήδη γράψει ένα μυθιστόρημα και πηγαίνοντας στο Βερολίνο ήθελα να συνεχίσω να γράφω. Αγάπησα το Βερολίνο απ’ την πρώτη φορά που το επισκέφτηκα, το μακρινό 2000. Μολονότι τα τελευταία χρόνια μ’ έχει κουράσει. Βέβαια εξακολουθώ να ζω εκεί τους περισσότερους μήνες του χρόνου».
Το συγγραφικό ταξίδι του Γιώργου ξεκίνησε λίγο πριν κλείσει τα είκοσι.«Ξεκίνησα να γράφω το 1999. Στην αρχή ήταν κάποιες σκόρπιες σημειώσεις. Μετά κάποια αδέξια διηγήματα. Όσο τα χρόνια περνούσαν, έγραφα πολύ, διάβαζα ακόμα περισσότερο και ταξίδευα όσο πιο συχνά μπορούσα. Γύρω στο 2004, όπου η σχετική ευημερία στην Ελλάδα επέτρεπε παράλογα όνειρα, παράτησα το πανεπιστήμιο επειδή μ’ έπνιγε κι αφιερώθηκα ολοκληρωτικά στο γράψιμο. Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Στο μεταξύ, κάποιες από τις σημειώσεις που κρατούσα εμπλουτίστηκαν κι άρχισαν να γίνονται βιβλία. Το πρώτο μου βιβλίο, «300 Βαθμοί Κέλβιν το απόγευμα» εκδόθηκε το 2007 κι είχε ως θέμα μια αποστολή με αερόστατο στον Βόρειο Πόλο, στα τέλη του 19ου  αιώνα. Ακολούθησαν δύο ακόμα.  Το «Ατμός το 2011», που πραγματεύεται την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού μέσα απ’ την ιστορία ενός κινηματογράφου που κλείνει βίαια, και «Το όριο και το κύμα το 2014», που είναι μια παράξενη ιστορία στην Αθήνα της κρίσης. Ενώ μέσα στο 2020 περιμένω να εκδοθεί και μια συλλογή διηγημάτων».


Η ανάγκη του Γιώργου για νέα ερεθίσματα ήταν ίσως και η αφορμή να ξεκινήσει τα «προσωπικά μοναχικά του ταξίδια». Μερικές φορές ταξίδευε για να ακούσει από κοντά μια ιστορία και να συλλέξει εικόνες από τον τόπο που διαδραματίστηκε. «Πιστεύω ότι ένας συγγραφέας χρειάζεται διαρκώς ερεθίσματα προκειμένου ν’ ανανεώνει τις θεματικές του και τα ταξίδια βοηθούν σ’ αυτό. Όταν ταξιδεύει κανείς είναι αρκετά ευάλωτος, άρα και πιο ανοιχτός στα ερεθίσματα. Βλέποντας άλλους τόπους, συνομιλώντας με άλλους ανθρώπους, παρατηρώντας ιστορίες που ξετυλίγονται, στο τέλος όλα αυτά αναπροσαρμόζουν την οπτική μας. Από την άλλη, μου έχει τύχει πολλές φορές να στήσω ένα ταξίδι μόνο για ν’ ακούσω από κοντά μια ιστορία. Για παράδειγμα, ταξίδεψα στην Αρμενία για να δω ένα σπήλαιο βάθους 20 μέτρων που το έφτιαξε ένας άνθρωπος χρησιμοποιώντας μόνο ένα σφυρί κι ένα καλέμι: του είχε ζητήσει η γυναίκα του μια αποθήκη για να βάζει τις πατάτες και τελικά αυτός το μετέτρεψε στο έργο της ζωής του. Τέτοιες ιστορίες δικαιολογούν για μένα ένα ταξίδι.  Για την ακρίβεια είναι από μόνες τους ένα ταξίδι».


Πως όμως ξεκίνησε η περιπλάνηση του Γιώργου στον κόσμο; «Όταν όλα είχαν βαλτώσει». Όπως παραδέχεται και ο ίδιος, τότε ο Γιώργος ξεκίνησε το ταξιδιωτικό του μπλογκ «Letters to Barbara».  «Πολλά από τα πράγματα που έκανα δεν προχωρούσαν. Υπήρχε ασυνεννοησία, αγένεια και απουσία ελπίδας για το μέλλον. Μολονότι είναι πνιγηρό να ζει κανείς σε τέτοιες συνθήκες, η αλήθεια είναι πως τέτοιες περίοδοι είναι οι καλύτερες για να ξεκινήσεις κάτι δικό σου.  Κάπως έτσι ξεκίνησαν τα «Γράμματα στη Μπάρμπαρα». Ταξίδευα πάντοτε μόνος μου οπότε σκέφτηκα πως το να διηγούμαι ιστορίες απ’ τα ταξίδια σ’ ένα πρόσωπο που αγαπώ, ήταν ένας ανεπιτήδευτος τρόπος να μιλάω για όλα όσα μου συμβαίνουν στο δρόμο. Η Μπάρμπαρα, όπως και κάθε άνθρωπος που γνωρίζουμε, εκπροσωπεί έναν πληθυσμό. Με χαρά μου είδα, λοιπόν, ότι πολλοί άνθρωποι ταυτίστηκαν με τις ιστορίες μου και διαβάζουν ανελλιπώς τα όσα γράφω».
Πρώτο μοναχικό ταξίδι, η Νορβηγία
«Το πρώτο μου μοναχικό ταξίδι ήταν στη Νορβηγία πριν από 16 χρόνια. Έμεινα στο Όσλο για περίπου ενάμιση μήνα. Θυμάμαι ότι ήμουν αρκετά φοβισμένος στην αρχή, όσο όμως οι μέρες περνούσαν μιλούσα με ανθρώπους, έμαθα ν’ αντέχω μόνος με τον εαυτό μου, να σκέφτομαι περισσότερο, να γράφω καλύτερα. Κάθε μοναχικό ταξίδι είναι ένα μικρό σχολείο που μας κάνει πιο στοχαστικούς. Μαθαίνεις τον εαυτό σου, ονειρεύεσαι πιο εύκολα, συνειδητοποιείς ποιοι άνθρωποι είναι σημαντικοί. Παράλληλα, διαπιστώνεις ότι τίποτα κακό δεν θα σου συμβεί επειδή είσαι μόνος σου σε μια άλλη χώρα. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα χειρότερα πράγματα μας συμβαίνουν μες στο σπίτι. Νομίζω ότι μετά απ’ αυτό το ταξίδι έχουν ακολουθήσει τουλάχιστον 80-90 μοναχικά ταξίδια».


Ο Γιώργος όμως, ο ταξιδευτής που περιπλανήθηκε ανά τον κόσμο, δεν ξεχνά την Ελλάδα. Όταν γεννήθηκε η ιδέα του ταξιδιού, σκεφτόταν τότε να ξεκινήσει από το μικρό νησί της Ανάφης.  Δεν το έκανε όμως, όχι από επιλογή αλλά γιατί όπως μας λέει ο Γιώργος, πάντα κάτι συνέβαινε.  «Νομίζω ότι ο κάθε προορισμός επιβάλλει πάντοτε με κάποιο τρόπο το πότε θα τον επισκεφθείς. Για παράδειγμα, δεν έχω πάει ακόμα στη Ρώμη, αλλά έχω επισκεφθεί τα Νησιά Φερόε. Τόσα χρόνια σκέφτομαι να πάω στην Αμοργό, ενώ στο Ερεβάν πήγα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Όσο για την Ανάφη, φυσικά και άξιζε η αναμονή. Κάθε μέρος στο οποίο ηρεμεί κανείς και βρίσκει την ομορφιά που του ταιριάζει αξίζει την αναμονή. Κανένας παράδεισος δεν κρατάει για πάντα, γι’ αυτό όσο η Ανάφη διατηρεί την ατμόσφαιρά της δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσω να την επισκέπτομαι». Ίσως γιατί έπρεπε ο Γιώργος όπως και ο Οδυσσέας  να γνωρίσει αρκετούς διαφορετικούς τόπους, μέχρι να φτάσει στον τόπο που του ταιριάζει. Ο Γιώργος επισκέφτηκε το νησί από τότε δύο φορές κι ελπίζει να την επισκεφθεί πολλές περισσότερες. «Είναι πάνω απ’ όλα η ατμόσφαιρα του νησιού. Ο πολύ δυνατός άνεμος. Το τοπίο, όπως κι η ανθρωπογεωγραφία. Επίσης, είναι οι μορφές των μόνιμων κατοίκων του νησιού: έχουν ένα μείγμα ευγένειας, αξιοπρέπειας και συνάμα τραχύτητας που δεν έχω συναντήσει αλλού. Είναι ένα μποέμικο νησί η Ανάφη, που ζει 11 μήνες το χρόνο ξεχασμένο. Το φως, η φύση, οι άγριες παραλίες της, όλα αυτά τα βρίσκω συγκινητικά. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι έχει υπάρξει τόπος εξορίας».
Ο Γιώργος επέστρεψε στην Ανάφη για τις λεπτομέρειες. Για το χρώμα της θάλασσας, για τις πλαγιές, για τα αρμυρίκια, για τους λευκούς τοίχους που κουβαλούν την κάψα ενός ολόκληρου καλοκαιριού. «Βρίσκω πάντα κάτι να φωτογραφίσω στην Ανάφη και πάντα θα γράφω γι’ αυτήν. Μία φορά στη Σαντορίνη είναι αρκετή, δύο στην Ανάφη είναι λίγες». Κάπως έτσι και με αφορμή τις λεπτομέρειες, η Ανάφη έγινε βιβλίο. «Two journeys to Anafi». https://www.blurb.com/b/9460803-two-journeys-to-anafi  


 Ο Γιώργος συνεχίζει να ταξιδεύει και να μας συστήνει τους τόπους που επισκέπτεται μέσα από τη σελίδα του https://letterstobarbara.com/ . Του αρέσει να παρατηρεί τους ανθρώπους και να μοιράζετε με τους αναγνώστες του την ατμόσφαιρα του τόπου. Ο απλός κόσμος για τον Γιώργο κρύβει όμορφες καθημερινές ιστορίες.  Είναι εκείνες που κάνουν τον κάθε τόπο ξεχωριστό.Κλείνοντας, ρωτήσαμε το Γιώργο αν τελικά αξίζει περισσότερο το ταξίδι ή ο προορισμός. Η απάντηση του;  «Δεν έχω απάντηση, νομίζω και τα δύο. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ίσως ν’ αξίζει περισσότερο απ’ όλα η ίδια η προσμονή πριν καν ταξιδέψει κανείς. Για την ευτυχία του να έχεις κάτι να περιμένεις.  Αυτό που στα γερμανικά λέγεται Vorfreude».  Όσο για την προσωπική του Ιθάκη;  «Δεν νομίζω ότι είμαι απ’ τους ανθρώπους που βρίσκουν την Ιθάκη τους. Όταν κάποιες φορές πίστεψα ότι τη βρήκα, μόλις τη συνήθιζα κάτι δε με ικανοποιούσε. Ήξερα τότε ότι έπρεπε να γεμίσω το σακίδιο μου και να φύγω για ένα ακόμα ταξίδι, κοντινό ή μακρινό». Και όπως λέει ο Pico Iyer, Βρετανός συγγραφέας: «Ταξιδεύουμε αρχικά για να χάσουμε τον εαυτό μας· και ταξιδεύουμε για να τον βρούμε. Ταξιδεύουμε για να ανοίξουμε την καρδιά και τα μάτια μας και να μάθουμε περισσότερα για τον κόσμο απ’ όσα η εφημερίδα μας μπορεί να μας προσφέρει. Ταξιδεύουμε για να αποκτήσουμε τη γνώση όλων εκείνων των σημείων του πλανήτη όπου τα αγαθά είναι αλλιώς κατανεμημένα. Και ταξιδεύουμε, ουσιαστικά, για να γίνουμε ανόητοι νέοι γι’ άλλη μια φορά – να επιβραδύνουμε το χρόνο και να ερωτευθούμε για άλλη μια φορά». Τι κάθεστε λοιπόν, γεμίστε το σακίδιο σας και γίνετε νέοι, για άλλη μια φορά.


No comments:

Post a Comment