Η επίσημη ονομασία του είναι «Φαλλολογικό μουσείο». Το λένε και «μουσείο του φαλλού» ή πιο απλά «μουσείο πέους». Βρίσκεται στο Ρέϊκαβικ της Ισλανδίας και στεγάζει τη μεγαλύτερη συλλογή φαλλών του κόσμου.

Η συλλογή περιλαμβάνει 280 δείγματα πεών από 93 είδη ζώων συμπεριλαμβανομένων 55 πεών από φάλαινες, 36 από φώκιες και 118 από χερσαία θηλαστικά. Το 2011 απέκτησε το πρώτο πέος που ανήκει σε άνδρα ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν υποσχεθεί πως όταν πεθάνουν θέλουν να κάνουν δωρεά στο μουσείο το συγκεκριμένο μέλος του σώματος τους.

Ένας δάσκαλος και μια παρτίδα μπριζ

Ιδρυτής του μουσείου είναι ένας δάσκαλος Ο Σιγκονούρ Χιάνταρσον, ο οποίος από το 1970 μέχρι και να ανοίξει το μουσείο δίδασκε σε ένα σχολείο στην πόλη Ακράνες που βρίσκεται βόρεια του Ρέικαβικ.

Όλα άρχισαν ένα βράδυ του 1974. Τότε ο Σιγκονούρ μαζί με άλλους συναδέλφους του έπινε μπύρα και έπαιζε μπριζ, μετά το σχολείο σε κάποια παμπ. «Η συζήτηση στράφηκε στη γεωργία στην Ισλανδία. Συζητούσαμε πώς η βιομηχανία βρίσκει χρήση για κάθε μέρος του ζώου. Πάρτε για παράδειγμα το αρνί: το κρέας τρώγεται, το δέρμα χρησιμοποιείται για ρούχα, τα έντερα για τα λουκάνικα και τα κόκαλα μετατρέπονται σε παιχνίδια για τα παιδιά. Κάποιος ρώτησε αν υπήρχε χρησιμότητα για το πέος, κάτι που με έκανε να θυμηθώ πώς, ως παιδί, μου είχαν δώσει ένα αποξηραμένο πέος ταύρου ως μαστίγιο, για να διώχνω τα ζώα έξω στο βοσκότοπο κάθε μέρα.» λέει ο Σιγκονούρ στον Guardian.

Και συνεχίζει: «Έλεγα στους συναδέλφους μου ότι θα με ενδιέφερε να ξαναβρώ ένα τέτοιο μαστίγιο. “Λοιπόν”, είπε ένας από τους φίλους μου, “μπορεί να είσαι τυχερός”. Την επόμενη εβδομάδα ο φίλος μου επέστρεψε με τέσσερα πέη ταύρων σε μια πλαστική σακούλα. Τα πήγα σε ένα τοπικό βυρσοδεψείο και τα συντήρησα. Έδωσα τρία ως χριστουγεννιάτικα δώρα και κράτησα το τέταρτο. Αυτή ήταν η αρχή της συλλογής μου.»

Στη συνέχεια ο Σιγκονούρ σκέφτηκε να μαζέψει πέη από όλα τα είδη της Ισλανδίας. Κάτι τελικά που αποδείχτηκε εύκολο, αφού οι φίλοι του αντί για δώρα του έφεραν πέη προβάτων, πέη ταύρων και… πέη φαλαινών. Και ο ίδιος λέει: «Παρακολούθησα τις ειδήσεις. αν βρισκόταν μια φάλαινα στην παραλία, στην ακτή, πήγαινα και προσπαθούσα να πάρω το πέος ως δείγμα»

«Δεν είμαι διεστραμμένος»

Στην αρχή όταν αποφάσισε να ανοίξει έναν χώρο όπου θα εκθέτει όλη του τη συλλογή πολλοί νόμιζαν ότι είναι ένας διεστραμμένος δάσκαλο. «Με τον καιρό όμως οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι είμαι ένας σοβαρός συλλέκτης. Χαίρομαι πλέον που πιστεύουν ότι δεν είμαι κάποιος διεστραμμένος.

Πέος μήκους 180 εκατοστών

Μέσα στο μουσείο και στα πολλά δείγματα μπορεί κάποιος να δει αποξηραμένους φαλλούς, φαλλούς γεμισμένους με υλικά για να διατηρούν το σχήμα τους, ακόμη και φαλλούς μέσα στη φορμαλδεΰδη.

Το μεγαλύτερο πέος που εκτίθεται στο μουσείο του Σιγκονούρ στο οποίο πλέον εργάζεται και ο γιος του ανήκει σε μια γαλάζια φάλαινα και έχει μήκος 180 εκατοστά και το μικρότερο είναι ένα πεϊκό οστό ενός χάμστερ το οποίο έχει μήκος 2 χιλιοστά και για να το δει κάποιος χρειάζεται μεγεθυντικό φακό.

Πέη από… τρολ και ξωτικά

Το μουσείο ισχυρίζεται ότι η συλλογή του επίσης περιλαμβάνει δείγματα από ξωτικά και τρολ, αλλά, καθώς στην ισλανδική παράδοση τα πλάσματα αυτά είναι αόρατα, οι επισκέπτες δεν μπορούν να τα δουν. Στα εκθέματα επίσης περιλαμβάνονται σχετικά χειροτεχνήματα, όπως αμπαζούρ φτιαγμένα από τα όσχεα ταύρων.

Η επόμενη γενιά

Διευθυντής του μουσείου είναι πλέον ο γιος του Σιγκονούρ. Εκείνος έχει αποσυρθεί και περνάει τον περισσότερο χρόνο του παρέα με τους φίλους του σε μια πόλη στη βόρεια Ισλανδία.

Ο ίδιος θα πει: «Τώρα είμαι 80 και έχω αποσυρθεί σε μια μικρή πόλη στο βορρά. Διασκέδασα πολύ με τη δημιουργία της συλλογής όλα αυτά τα χρόνια και την έναρξη του πρώτου μουσείου πέους στον κόσμο. Μερικοί άνθρωποι συλλέγουν γραμματόσημα ή σπάνια νομίσματα. Αντ’ αυτού επέλεξα να μαζέψω τον φαλλό. Κάποιος έπρεπε να το κάνει.»