ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ «ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΟΥ ΧΕΡΒΟΥΡΓΟΥ»
ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΡΤ3 ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΜΕΣ
Με το κορυφαίο και αγαπημένο ρομαντικό μιούζικαλ «Οι ομπρέλες του Χερβούργου» («Les parapluies de Cherbourg», Γαλλία –Δυτική Γερμανία, 1964, διάρκεια 91´) του Ζακ Ντεμί συνεχίζεται το αφιέρωμα «Τα μεγάλα μελοδράματα του σινεμά» από την Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ3 και το ΚΕΜΕΣ, τη Δευτέρα, 5 Αυγούστου, στο θερινό σινεμά ΑΠΟΛΛΩΝ. Πρωταγωνιστούν οι Κατρίν Ντενέβ, Νίνο Καστελνουόβο, Αν Βερνό.
Η δεκαεπτάχρονη Ζενεβιέβ ζει με τη χήρα μητέρα της, ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος με ομπρέλες στο Χερβούργο. Είναι ερωτευμένη με τον εικοσάχρονο Γκι, μηχανικό αυτοκινήτων και σχεδιάζουν κρυφά να παντρευτούν. Όταν το ανακοινώνει στη μητέρα της, εκείνη το απαγορεύει λέγοντας ότι ο Γκι είναι πολύ νέος και δεν έχει πάει καν στρατό. Έτσι ο Γκι αποφασίζει να παρουσιαστεί στο στρατό και αναχωρεί για την Αλγερία.
«Οι ομπρέλες του Χερβούργου» είναι μια από τις πλέον ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών, σκηνοθετημένη με ιδιαίτερο τρόπο, όπου χάρη στην εξαιρετική τεχνική της έγχρωμης φωτογραφίας όλα δείχνονται ως μια παλιά ταπετσαρία με νοσταλγική αίσθηση που την διατρυπά όμως η σκληρότητα του πολέμου. Όλοι οι διάλογοι του φιλμ -ακόμα και οι πιο απλές ατάκες- είναι τραγουδιστοί, ενώ την εμβληματική μουσική έγραψε ο σπουδαίος Μισέλ Λεγκράν.
Η ταινία προτάθηκε για πέντε βραβεία Όσκαρ. Καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, σεναρίου, τραγουδιού για το «I will wait for you», καθώς και διπλή υποψηφιότητα μουσικής -πρωτότυπης και διασκευασμένης- για τον Λεγκράν. Στο Φεστιβάλ των Καννών κέρδισε τρία κορυφαία βραβεία μεταξύ των οποίων και το Χρυσό Φοίνικα. Τιμήθηκε επίσης με το βραβείο των Γάλλων κριτικών κινηματογράφου ως η καλύτερη ταινία της χρονιάς.
Την ταινία θα προλογίσει ο Αλέξης Δερμεντζόγλου και στο κοινό θα διανεμηθεί έντυπη ανάλυση του Μανώλη Κρανάκη (flix.gr).
Η κριτική που θα διανεμηθεί είναι η ακόλουθη:
«…Υπάρχει κάτι το ανατριχιαστικά ρεαλιστικό στον ολοκληρωτικά τεχνητό κόσμο του Ζακ Ντεμί. Λες και όσο οι «Ομπρέλες του Χερβούργου» απομακρύνονται από την πραγματικότητα, ασφαλείς μέσα στο υπερφωτισμένο, υπερχρωματισμένο και υπερρεαλιστικό σύμπαν τους, τόσο πιο επιθετικά αποκαλύπτουν την αλήθεια τους.
Λίγη ώρα μετά τους τίτλους αρχής, δεν σκέφτεσαι πια πως σε αυτήν την ταινία οι ήρωες δεν μιλούν, αλλά τραγουδούν. Δεν αναρωτιέσαι γιατί η Ζενεβιέβ και ο Γκι περπατούν σαν να πετάνε, στη σκηνή του αποχωρισμού τους. Δεν εκπλήσσεσαι όταν, σε μια πρωτοφανή technicolor έκρηξη, η παλέτα των παστέλ χρωμάτων ρουφάει μέσα στη συμβολική αφέλεια της κάθε ίχνος αληθοφάνειας αυτής της μεγάλης, τραγικής ερωτικής ιστορίας.
Όλα στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» μοιάζουν ψεύτικα: τα σκηνικά, τα χρώματα, τα καφέ, τα διαμερίσματα, ακόμη και η βροχή, μόνιμο χαρακτηριστικό του κλίματος του Χερβούργου. Όλα στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι υπερβολικά: η μουσική του Μισέλ Λεγκράν, το λιμπρέτο του Ζακ Ντεμί, η διαδρομή της μοίρας που θα χωρίσει δύο νέους, βγαλμένη σαν από τις σελίδες ενός φτηνού ρομαντικού μυθιστορήματος. Όλα στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι σινεμά: τα τρία μέρη στα οποία χωρίζεται το φιλμ, το πνεύμα του Βινσέντε Μινέλι και του Μαξ Οφίλς που ίπταται πάνω από κάθε σκηνή, η κίνηση της κάμερας του Ντεμί που κρατάει το ρόλο του μοναδικού «χορευτή» σε ένα μιούζικαλ χωρίς χορό.
Κι, όμως, με έναν μαγικό τρόπο, όλα στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι απόλυτα φυσικά. Όχι μόνο επειδή ο Ντεμί σκηνοθετεί πριν από οτιδήποτε έναν αρχετυπικό εφηβικό έρωτα, αλλά κυρίως γιατί οι προθέσεις του είναι διάφανες, όσο τα ανεπιτήδευτα πρόσωπα της Κατρίν Ντενέβ και του Νίνο Καστελνουόβο που διασχίζουν τα χρόνια, καταδικασμένοι να χάσουν από έναν κόσμο πιο σκληρό από τους ίδιους και πιο μικρό από την αγάπη τους.
Η ιστορία τους, γραμμένη πάνω σε ένα άλλοτε μπριόζικο και άλλοτε βαθιά μελαγχολικό πεντάγραμμο, είναι η ιστορία δύο παιδιών που θέλησαν να παίξουν με τους δικούς τους όρους, ξεχνώντας πως σε μια κοινωνία «παράφωνων» όσοι τραγουδούν τα σωστά λόγια αγάπης μοιάζουν με «ξένους». Λίγο πριν το σπαρακτικό φινάλε, η ζωή που δεν έζησαν βρίσκεται στην καρδιά του αριστουργήματος του Ζακ Ντεμί σαν το πιο πικρό σχόλιο για την τραυματισμένη -από τον πόλεμο στην Αλγερία- Γαλλία, το νέο κόσμο που σε λίγο θα ξεκινούσε την επανάστασή του και τη φενάκη ενός ονείρου που δεν θα βγει ποτέ αληθινό.
Ναι, οι «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι ένα μελόδραμα, από τα μεγαλύτερα που γυρίστηκαν ποτέ. Και δεν ντρέπεται στιγμή γι’ αυτό. Την ίδια στιγμή είναι μια σπουδή πάνω στο (παρεξηγημένο) είδος του μελοδράματος. Όσο αντιφατικό και αν ακούγεται αυτό, ο Ντεμί πετυχαίνει την απόλυτη ταύτιση, χωρίς ποτέ να θυσιάζει ίχνος από την κινηματογραφική του μαγεία. Όπως ακριβώς ακυρώνει (χωρίς να ακυρώνει) το άλλο παρεξηγημένο είδος, αυτό του μιούζικαλ. Αφήνοντας για πάντα το αμερικάνικο μιούζικαλ να «τραγουδάει στη βροχή», o Ντεμί δημιουργεί την δική του τεχνητή χειμαρρώδη καταιγίδα που ξεπλένει, όμως, στ' αλήθεια κάθε πιθανό συναίσθημα του θεατή, απαιτώντας από αυτόν ένα μόνο πράγμα: να μην κρατάει ομπρέλα.
Όσο για το happy end, αυτό δεν θα έρθει ποτέ σε αυτό το μιούζικαλ. Γιατί παρόλη την πίστη του πως το σινεμά μπορεί, υπό συνθήκες, να είναι η αληθινή ζωή, ο Ντεμί θα το γράψει καθαρά, θα το πει δυνατά και, στην πιο μεγαλειώδη στιγμή του υπερβατικού σινεμά του, θα το τραγουδήσει: «Οι άνθρωποι πεθαίνουν από έρωτα μόνο στις ταινίες».
Ταινίες που πλησιάζουν στο στιλ με τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι: «Οι δεσποινίδες του Ροσφόρ» του Ζακ Ντεμί , «Αυτός ο υπέροχος πόλεμος» του Σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο, «Χορεύοντας στο σκοτάδι» του Λαρς Φον Τρίερ (με τιμητική εμφάνιση-αναφορά της Κατρίν Ντενέβ), «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Μπαζ Λούρμαν, «Λόλα» του Ρ.Β. Φασμπίντερ, «Οι άθλιοι» του Τομ Χούπερ και «Ωραία μου κυρία» του Τζορτζ Κιούκορ.
Την επόμενη Δευτέρα 12/8 θα προβληθεί η εμβληματική ταινία του Φρανσουά Τριφό «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» με τους Ζεράρ Ντεπαρντιέ και Κατρίν Ντενέβ.
Για οποιαδήποτε επικαιροποιημένη πληροφορία σχετικά με τις ταινίες, τους συντελεστές και το πρόγραμμα, ανατρέχετε στο kemes facebook ή στο kemes.wordpress.com
No comments:
Post a Comment