Συναυλία που άφησε εποχή και συζητιέται μέχρι τις μέρες μας. Τη διοργάνωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης μια Δευτέρα με πανσέληνο (25 Ιουλίου 1983) στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Η παρουσία του κόσμου, που διψούσε για κάτι το διαφορετικό, ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Κόπηκαν γύρω στα 25.000 εισιτήρια, αλλά μέσα στο χώρο της συναυλίας βρέθηκαν πάνω από 50.000 άνθρωποι. Ο Τύπος τότε την είχε χαρακτηρίσει με αρκετή δόση υπερβολής «Το Γούντστοκ της Ελλάδας».
O Λουκιανός σχεδίαζε και προετοίμαζε το «πάρτυ στη Βουλιαγμένη» πάνω από ένα χρόνο. Οραματίστηκε «μια λαϊκή βραδιά με κάποιο αισθητήριο», μία μουσική γιορτή παρά θιν αλός μέσα στο καυτό αθηναϊκό κατακαλόκαιρο, με κλίμα παρεΐστικο και ατελείωτο κέφι κάτω από το φως του φεγγαριού. Ήταν ο πρώτος που έβγαλε τις συναυλίες από τα γήπεδα (χαρακτηριστικό των πολιτικών συναυλιών της Μεταπολίτευσης) και τις ενέταξε σε φυσικούς χώρους. Μετά έγινε συρμός.
Από τις αρχές του 1983 άρχισε να υλοποιεί την ιδέα του, κλείνοντας την πλαζ του ΕΟΤ στη Βουλιαγμένη, η οποία έπρεπε να μεταμορφωθεί σε συναυλιακό χώρο, πράγμα αρκετά δύσκολο για την εποχή εκείνη. «Πηγαινοερχόμουν έξι μήνες. Μέτρησα τα πάντα. Το μόνο που δεν προέβλεψα ήταν η μεγάλη προσέλευση του κόσμου» είπε σε μια κατοπινή συνέντευξή του.
Αργά το απόγευμα της 25ης Ιουλίου, όλα ήταν έτοιμα στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Τα 25.000 εισιτήρια, που κόστιζαν 300 δραχμές έκαστο, είχαν γίνει ανάρπαστα. Στις 7 το βράδυ άνοιξαν οι δύο είσοδοι της πλαζ και κατά χιλιάδες οι Αθηναίοι άρχιζαν να κατακλύζουν την αμμουδιά. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι τσαμπατζήδες, που κατέφθασαν κολυμπώντας. Μέχρι να αρχίσει η συναυλία, κάποιοι από τους συγκεντρωμένους βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν το μπάνιο τους, ενώ κάποιοι άλλοι επιδόθηκαν στα αθλήματα της παραλίας, ρακέτες και βόλεϋ. Η όλη ατμόσφαιρα είχε κάτι το πανηγυριώτικο.
Ο Λ. Κηλαηδόνης με τη Μ. Ζορμπαλά
Εν τω μεταξύ, μια τεράστια ουρά από αυτοκίνητα είχε σχηματισθεί στην Παραλιακή. Πολλοί έσπευσαν στο χώρο της συναυλίας την τελευταία στιγμή, καθώς το πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ, που μετέδιδε απευθείας το καλλιτεχνικό γεγονός με παρουσιαστή τον Γιάννη Πετρίδη. Μη έχοντας εισιτήρια άρχισαν να πηδούν από τους φράχτες, σ' ένα από τα μεγαλύτερα «ντου» στην ιστορία των καλοκαιρινών συναυλιών. Οι λίγοι αστυνομικοί και τα 80 άτομα της περιφρούρησης ήταν αδύνατο να τους αναχαιτίσουν. Από την άλλη πλευρά, αρκετοί που είχαν εισιτήριο ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα και έφθασαν στη Βουλιαγμένη με μεγάλη καθυστέρηση.
Καθώς άρχισε να δημιουργείται το αδιαχώρητο στην πλαζ της Βουλιαγμένη, γύρω στις 10:15 μ.μ. εμφανίσθηκε η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η οποία τραγούδησε παλιά τραγούδια της δεκαετίας του '40 και του '50. Ακολούθησε ο «καλοκαιρινός» Βαγγέλης Γερμανός με την Κρουαζιέρα και την Μπανιέρα.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα κι ενώ τα φώτα είχαν χαμηλώσει και το φεγγάρι είχε ψηλώσει, εμφανίστηκε ένα τρεχαντήρι και μια ψαρόβαρκα με κανταδόρους και τη μαντολινάτα του Φώτη Αλέπωρου. Στη 1 το πρωί έκανε την εμφάνισή του ο οικοδεσπότης με την Αφροδίτη Μάνου και την μπάντα του Three and the Koukos Band. Τραγούδησε τη Βουλιαγμένη, που αποτέλεσε την αφορμή για το πάρτυ, και όλες τις μεγάλες του επιτυχίες. Η βραδιά έκλεισε λίγο μετά τις 2 το πρωί, όταν στη σκηνή ανέβηκε ο Γιώργος Νταλάρας, που μαζί με τον οικοδεσπότη τραγούδησαν τα Θερινά σινεμά. Και το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι πρωίας, με γέλια και βουτιές στη θάλασσα.
Την επομένη, ο Τύπος είχε πρωτοσέλιδο το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη, αλλά δεν παρέλειψε να επικρίνει τους διοργανωτές για την ταλαιπωρία του κόσμου. «Δεν ξέρω αν το επιχειρήσω άλλη φορά στη Βουλιαγμένη, αλλά μία παρόμοια εκδήλωση θα ήθελα να ξαναγίνει. Δε φταίω εγώ παιδιά αν υπήρξε τέτοια μαζική κινητοποίηση προς τη Βουλιαγμένη. Αυτό που σίγουρα λυπάμαι είναι που ταλαιπωρήθηκαν πολλοί φίλοι. Τώρα που διαπιστώσαμε πως δεν υπάρχουν χώροι για τόσες χιλιάδες κόσμου, την επόμενη φορά θα μαζευτούμε στον κάμπο της Θεσσαλίας!» απολογήθηκε με χιούμορ ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.
Σχετικά
- Μέρος του Πάρτυ της Βουλιαγμένης ηχογραφήθηκε και εκδόθηκε σε δίσκο από τη Lyra.
- Ολόκληρη η συναυλία, καθώς και η προετοιμασία της, συνολικής διάρκειας άνω των δέκα ωρών, κινηματογραφήθηκε και το μονταρισμένο υλικό διάρκειας περίπου δύο ωρών προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση λίγο καιρό αργότερα.