«Επρεπε να χτυπήσουν ένα πρωί ξεφρενιασμένες οι σειρήνες, να πεταχτούμε πάλι όλοι έξω στους δρόμους, να δούμε το δίκιο μας υβρισμένο κι ανυπεράσπιστο, έπρεπε ν’ αντικρίσουμε την απαίσια απειλή που με οκτώ εκατομμύρια λόγχες βάδιζε κατεπάνω μας, για να νιώσουμε να εξουδετερώνεται μεμιάς κάθε ξένο στοιχείο, κάθε απομεινάρι “φιλολογίας” και να καταλάβουμε πως ήρθε και η σειρά η δική μας να λειτουργήσουμε ως το βάθος το περιεχόμενο μιας έννοιας (ελευθερία) που από τα αρχαία χρόνια κιόλας είχε γίνει συνονόματη της πατρίδας μας».
Ετσι περιγράφει ο 30χρονος τότε Οδυσσέας Ελύτης το πώς αντιμετωπίζει ο κόσμος του πνεύματος τις πρώτες ημέρες κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, κάνοντας σαφές ότι κανείς δεν πρόκειται να απουσιάσει από το εθνικό προσκλητήριο.
Διανοούμενοι, συγγραφείς και ποιητές αφήνουν τα μολύβια, ζωγράφοι τα πινέλα και τις ακουαρέλες, ηθοποιοί εγκαταλείπουν τις θεατρικές σκηνές, ώστε να ενωθούν σε κάτι υπέρτερο των παραπάνω: Στο πάθος για υπεράσπιση της πατρίδας και της ελευθερίας. Αλλά και επιστρέφοντας από την πρώτη γραμμή μεταφέρουν μετέπειτα στην τέχνη τους το πνεύμα του Μετώπου κάνοντάς το πλέον δημόσιο κτήμα.
Οι λογοτέχνες
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των παραπάνω είναι ο Οδυσσέας Ελύτης που το βίωμα του ελληνοϊταλικού πολέμου διασχίζει κάθετα μεγάλο τμήμα του έργου του, με σημαντικότερους σταθμούς τις ποιητικές συνθέσεις «Ασμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945), «Η καλωσύνη στις λυκοποριές» (1947), «Αξιον Εστί» (1959) και «Αλβανιάδα» (1962). Ο ίδιος κατατάσσεται ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση Στρατηγείου Α’ Σώματος Στρατού στις 13 Δεκεμβρίου 1940, μετατίθεται στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, όπου παραμένει μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 1941 όταν μεταφέρεται στο νοσοκομείο Ιωαννίνων με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου.
Ο σπουδαίος ποιητής των οριζόντων, Νίκος Καββαδίας, εγκαταλείπει για πρώτη φορά με χαρά την αγαπημένη του θάλασσα, ώστε να υπηρετήσει στο αλβανικό Μέτωπο αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητας του ασυρματιστή, στον σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Οι «στεριανές» αυτές πολεμικές εμπειρίες πρωτοδημοσιεύονται στο περιοδικό «Η λόγχη», «Στο άλογό μου» (1941) και «Του πολέμου» (1969).
Μαζί με τους παραπάνω στην πρώτη γραμμή βρίσκονται ο Αγγελος Βλάχος (συγγραφέας και ακαδημαϊκός), οι λογοτέχνες Αγγελος Τερζάκης, Ανδρέας Καραντώνης και Γιώργος Θεοτοκάς, ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος και, φυσικά, τόσοι άλλοι. Ακόμα και ο 56χρονος Αγγελος Σικελιανός ζητά να πάει εθελοντής στο Μέτωπο, αλλά, φυσικά, του αρνούνται.
Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του κορυφαίου ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, που βρίσκεται στο αλβανικό χωριό Κούτσι, όταν ακούγοντας στο συσσίτιο πως κάποιος φαντάρος οραματίζεται την Παναγία, αποφασίζει, χρησιμοποιώντας ως καμβά καπάκι από κιβώτιο ρέγκας, να φτιάξει έναν πίνακα με τη Μεγαλόχαρη να κρατά στα χέρια τον μικρό Χριστό, που τον ονομάζει «Η Παναγία της Νίκης». Οπως αναφέρει ο ίδιος ο Τσαρούχης, πριν ακόμα στεγνώσουν τα χρώματα η εικόνα είναι ήδη γνωστή σε όλο το Μέτωπο και θεωρείται θαυματουργή.
Οι ρεμπέτες
Το χρέος του στον αγώνα πραγματοποιεί και ο χώρος του τραγουδιού. Ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης, για τις ανάγκες του πολέμου ξαναντύνεται φαντάρος στην περιοχή Γουδή, κάτι που μεταφέρει και στους στίχους ενός λιγότερο γνωστού τραγουδιού του: «Οσο κι αν το λέγαν πολλοί / εγώ δεν φανταζόμουν / τώρα στα γεροντάματα / φαντάρος θα ντυνόμουν / Κι όμως με βάλαν στη γραμμή / εις φάλαγγα κατ’ άντρα / και με διπλοκλειδώσανε / στου Πεζικού τη μάντρα».
Το 1940 ο Βασίλης Τσιτσάνης μόλις έχει ολοκληρώσει τη θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη αρραβωνιάζεται τη μετέπειτα σύζυγό του Ζωή, αλλά η κήρυξη του πολέμου τον υποχρεώνει να φύγει για το Μέτωπο με το 20ό Τάγμα Μηχανικών από τα Γιαννιτσά, αφού πρώτα αφήνει το μπουζούκι του στη μητέρα ενός φίλου του λέγοντάς της: «Θα έρθω να το πάρω μετά τον πόλεμο». Ευτυχώς, επέστρεψε και το πήρε…
Ο «ψηλός» του ρεμπέτικου, Γιάννης Παπαϊωάννου, κάνει ως φαντάρος τη διαδρομή Βόλος-Αλβανία με τα πόδια, όπου στο Μέτωπο έχει ως λοχαγό τον μετέπειτα πραξικοπηματία Γεώργιο Ζωιτάκη. Μετά τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς θέλει να φύγει στη Μέση Ανατολή, αλλά μία φωτογραφία που έχει στείλει από την Κορυτσά στη μητέρα του με τα χέρια του πίσω από την πλάτη τον υποχρεώνει να επιστρέψει, ώστε να διαψεύσει τις φήμες ότι έχει χάσει τα χέρια του…
Οι ηθοποιοί
Φυσικά, από το εθνικό προσκλητήριο δεν μπορεί να απουσιάζει ο χώρος του θεάτρου, με τους κορυφαίους μας ηθοποιούς να παίζουν στα βουνά της Αλβανίας τον κορυφαίο και πιο επικίνδυνο «ρόλο» της ζωής τους. Ο εξαιρετικά μειλίχιος και ευγενής Αλεξανδρινός Ντίνος Ηλιόπουλος ολοκληρώνει τη στρατιωτική του θητεία στο Πεζικό, μετεκπαιδεύεται για έναν μήνα ως ασυρματιστής Πυροβολικού και γυρίζει σπίτι του μόλις μία ημέρα πριν από την κήρυξη του πολέμου. Οπως είναι φυσικό, επιστρέφει άμεσα στο στρατόπεδο και υπηρετεί ως ασυρματιστής Πυροβολικού 1ης γραμμής.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας βρίσκεται εθελοντής έφεδρος αξιωματικός στο αλβανικό Μέτωπο μέχρι που θραύσματα όλμου τον τραυματίζουν σε κεφάλι και γοφό και τον σώζει μεταφέροντάς τον ο συμπολεμιστής του, Οδυσσέας Ελύτης… Λέγεται ότι όταν αναρρώνει ζητά να επιστρέψει στο Μέτωπο, αλλά σε κάθε περίπτωση τα τραύματα της μάχης τον συνοδεύουν μέχρι το τέλος της ζωής του μαζί με το παράσημο τραυματία πολέμου.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος λαμβάνει μέρος σε σημαντικές μάχες με τον 6ο Λόχο, τις οποίες περιγράφει πολλά χρόνια αργότερα: «Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμησις στο ύψωμα του Αγίου Αθανασίου στη Χειμάρρα; Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί όπου είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες».
Εκτός των παραπάνω, το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών έχει στη λίστα του πάνω από 120 ονόματα ηθοποιών που στρατεύονται εκείνες τις ημέρες προς υπεράσπιση της πατρίδας. Μέσα σε αυτή βρίσκουμε πολλούς γνωστούς πρωταγωνιστές, όπως οι Παντελής Ζερβός, Νίκος Σταυρίδης, Μίμης Φωτόπουλος, Κώστας Χατζηχρήστος, Μάνος Κατράκης, Θάνος Κωτσόπουλος, Λαυρέντης Διανέλλος, ΤίτοςΒανδής, Πέτρος Γιαννακός, Χρήστος Τσαγανέας, Νίκος Φέρμας, Γιάννης Φλερύ, αλλά και δεκάδες άλλους λιγότερο γνωστούς.
Αυτοί που δεν επέστρεψαν
Εκτός όμως εκείνων που επιτελούν το εθνικό τους καθήκον και επιστρέφουν στην τέχνη τους, υπάρχουν κι εκείνοι που βρίσκουν τον θάνατο χωρίς να μπορέσουν να ολοκληρώσουν τον προσωπικό τους προορισμό. Ενας από αυτούς είναι ο «εύθραυστος» ποιητής Γιώργος Σαραντάρης, που αρρωσταίνει από κοιλιακό τύφο στην Πρεμετή και πεθαίνει στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 1941.
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει οργισμένος για τον χαμό του: «Ηταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια. Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Εναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της».
Τη ζωή τους στο Μέτωπο χάνουν και οι ηθοποιοί Πάνος Πακακυριακόπουλος στην Αυλώνα και Χρήστος Μωραΐτης, ενώ ξεχωριστή είναι η περίπτωση του κωμικού Δήμου Αυγεία. Τραυματίζεται σοβαρά στην πρώτη γραμμή, παρασημοφορείται για τη δράση του, επιστρέφει άρρωστος και άπορος στην πρωτεύουσα, όπου οι συνάδελφοί του ανεβάζουν παράσταση για να ενισχυθεί οικονομικά, αλλά ελάχιστο διάστημα μετά πέφτει η αυλαία της ζωής του…
No comments:
Post a Comment