ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: ΠΙΣΤΑ ΣΚΙ ΣΤΟΝ ΧΟΡΤΙΑΤΗ
Μαρία Ριτζαλέου
Δέκα σχέδια τουριστικής ανάπτυξης φιλόδοξων επιχειρηματιών του 20ου αιώνα που θα άλλαζαν τη φυσιογνωμία της πόλης, αλλά έμειναν στα χαρτιά
Μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 νέοι, φιλόδοξοι και σπουδαγμένοι στο εξωτερικό μηχανικοί, μαζί και εύποροι επιχειρηματίες διαφόρων εθνικοτήτων που δραστηριοποιούνταν στην πόλη, οραματίστηκαν μια νέα Θεσσαλονίκη, σύγχρονη, με ανοιχτό το θαλάσσιο μέτωπο και κατασκευές αντάξιες των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών.
Το σχέδιο Εμπράαρ άνοιξε την όρεξη σε πολλούς για σχέδια τουριστικής ανάπτυξης που θα αναδείκνυαν το πολιπολιτισμικό προφίλ της πόλης και θα απέφεραν κέρδη για τους ίδιους.
Η περιοχή του Λευκού Πύργου ήταν αναμφισβήτητα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όχι μόνο λόγω της θέσης της, αλλά και επειδή δεν είχε υποστεί καμία καταστροφή από τη μεγάλη φωτιά. Έτσι δεν χρειαζόταν κατεδαφίσεις και έργα ανοικοδόμησης, παρά μόνο αναπλάσεις στις υπάρχουσες υποδομές.
Στις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσε εκεί ένα από τα πιο γνωστά κοσμικά κέντρα «Ο κήπος του Λευκού Πύργου» ή «Κήπος του Σπλέντιν Παρκ», που ανήκε από το 1906 στον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β΄, γνωστό κι ως "Κόκκινο σουλτάνο", -υπεύθυνο για τη μεγάλη σφαγή των Αρμενίων το 1896- και μετά την απελευθέρωση πέρασε στο ελληνικό δημόσιο.
Στον χώρο υπήρχε εστιατόριο, θέατρο, βαριετέ και καζίνο και τον Σεπτέμβριο του 1924 ο δήμος δημοπράτησε το έργο για να κατασκευαστεί εκεί ένα μεγάλο ξενοδοχείο, να αναμορφωθεί ο κήπος και η πλατεία του Λευκού Πύργου, να γίνει θέατρο και μια μεγάλη εξέδρα που θα λειτουργούσε ως μουσική σκηνή. Ακολούθησαν τροποποιήσεις επί τροποποιήσεων, οι επιχειρηματίες διαγκωνίζονταν για το ποιος θα αποκτήσει την έκταση φιλέτο και την εκμετάλλευσή της, αλλά η δημοπρασία ουδέποτε προχώρησε.
Ένα μνημειακό χάνι ήταν κατά τους βυζαντινούς χρόνους στο σημείο όπου βρίσκεται ως σήμερα το Καραβάν Σαράι, το οποίο καταστράφηκε από τις δύο μεγάλες πυρκαγιές του 1890 -μετά την οποία αγοράστηκε από έναν Ιταλό κι έναν Εβραίο επιχειρηματία- και του 1917. Ο πλειστηριασμός που έγινε μετά το 1917 δεν ανέδειξε αγοραστή και τα 36 καταστήματα του ισογείου που είχαν σωθεί από τις φλόγες -πολλά περισσότερα κάηκαν - επισκευάστηκαν πρόχειρα από τους ενοικιαστές και τους ιδιοκτήτες.
Το 1922 το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε την αγορά του από τον δήμο για την ανέγερση δημαρχιακού μεγάρου, απόφαση που απέρριψε η νομαρχία και προκρίθηκε η κατασκευή ενός πολυτελούς τριώροφου ξενοδοχείου. Οι καταστηματάρχες διαμαρτύρονταν γιατί θα έχαναν το βιος τους, ο τύπος της εποχής έκανε λόγο για σκάνδαλο και το ξενοδοχείο ουδέποτε έγινε στη γωνία των οδών Βενιζέλου και Βαμβακά. Το 1947 στο ημιτελές κτήριο στεγάστηκαν προσωρινά ανταρτόπληκτες οικογένειες και η ολοκλήρωση των εργασιών κατασκευής ολοκληρώθηκαν το 1950. Έκτοτε και ως το 2010 στο Καραβά Σαράι ήταν το Δημαρχείο Θεσσαλονίκης.
Στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα η ιδέα για την ανέγερση πολυτελών ξενοδοχείων συνάρπαζε επιχειρηματίες και αρχές. Ήταν η εικόνα που ερχόταν από τον προηγούμενο αιώνα, μαζί και η ανάπτυξη των υποδομών και η κατασκευή μεγάλων έργων που έφερναν προσωπικό από το εξωτερικό που έπρεπε να στεγαστεί.
Η ανάπτυξη του σιδηρόδρομου έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη ενός σιδηροδρομικού σταθμού στα πρότυπα σταθμών των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. «Πέριξ της πλατείας Βαρδαρίου» τον τοποθέτησε ήδη από το 1918 ο αρχιτέκτονας, Κώστας Κατσίκης, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Νέα Αλήθεια». Η οριστική απόφαση λήφθηκε το 1925, οπότε και απαλλοτριώθηκε η έκταση των 12 στρ. μεταξύ των οδών Ειρήνης, Εγνατίας, Λαγκαδά και κατεδαφίστηκαν οι δημοτικοί στάβλοι.
Η Εθνική Τράπεζα συμφώνησε στη χορήγηση δανείου με τον όρο πάνω από τον σταθμό να κατασκευαστεί πολυτελές ξενοδοχείο 150 δωματίων, με μπυραρία, ζαχαροπλαστείο και διάφορα καταστήματα. Εν τέλει ο σταθμός θεμελιώθηκε το 1937, οι εργασίες κατασκευής άρχισαν το 1939, το έργο παραδόθηκε σε χρήση το 1951 και τα επίσημα εγκαίνια έγιναν με καθυστέρηση σχεδόν μιας δεκαετίας, τον Φεβρουάριο του 1962....χωρίς ποτέ να ανεγερθεί και να λειτουργήσει ξενοδοχείο εντός του.
Το επιχειρηματικό δαιμόνιο ξένων επενδυτών άρχισαν να τραβούν από νωρίς και οι περιοχές γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Το Ασβεστοχώρι ήταν γνωστό στις αρχές του 20ου αιώνα για το καλό κλίμα και τους φιλόξενους κατοίκους. Ήδη από το 1870 λειτουργούσε εκεί ένα ξενοδοχείο που εξυπηρετούσε κυρίως τους μαθητές και το 1924 μια ομάδα Βρετανών επενδυτών κατέθεσαν πρόταση και σχέδια για την ανέγερση πολυτελούς ξενοδοχείου και την αξιοποίηση μεγάλου μέρους της περιοχής, αλλά το όραμά τους -άγνωστο γιατί- ουδέποτε προχώρησε.
Λίγο πιο πάνω, ο Χορτιάτης, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Γάλλου μηχανικού Joasef Pleyber, που ήταν μέλος της ομάδας του Ερνέστ Εμπράαρ. Ο Pleyber εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέθανε το 1947. Δικά του έργα ήταν το Μέγαρο των αδερφών Μπανσουσάν στην πλατεία Ελευθερίας, το ξενοδοχείο «Τourist» στη γωνία Κομνηνών και Μητροπόλεως, το Γαλλικό Παρεκκλήσι στο Συμμαχικό Κοιμητήριο Ζέιντελικ στην οδό Λαγκαδά, το Μέγαρο Μαλάχ στη Βενιζέλου με Ερμού, το ξενοδοχείο «Ελέξσιορ» Μητροπόλεως με Κομνηνών, αλλά και δύο πολυτελείς για την εποχή τους κατασκευές στη Φλώρινα.
Ο Pleyber συνέλαβε την ιδέα για την κατασκευή 500 κατοικιών σε μία έκταση πάνω από τον οικισμό, με τον όρο να διανοιχτεί δρόμος και να φτάσει ως εκεί το ρεύμα και το νερό. Γύρω από τις οικίες θα ανεγείρονταν πολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα, με εστιατόρια, καφενεία, ακόμη και καζίνο. Η πρόταση κατατέθηκε ολοκληρωμένη το 1934 και εκτός από τα παραπάνω περιλάμβανε χώρους αναψυχής και άθλησης, παιδικές χαρές, θερινό κινηματογράφο, γήπεδο ποδοσφαίρου, δύο γήπεδα τένις, δύο γήπεδα κρίκετ και πετόσφαιρας, τεχνητή λίμνη για πατινάζ, ακόμη και πίστα σκι μήκους 800 μέτρων. Ο εμπνευστής του οράματος έχτισε και τη δική του βίλα εκεί -δεν διασώζεται-, αλλά απέμεινε μονάχος καθώς το σχέδιο δεν προχώρησε και ο Χορτιάτης έχασε την ευκαιρία να γίνει η Κουρσεβέλ της βόρειας Ελλάδας.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες πάντως προσέβλεπαν προς τη θάλασσα. Τον Απρίλιο του 1933 μια ομάδα μηχανικών και αρχιτεκτόνων, μέλη κατασκευαστικής εταιρείας πρότειναν την ανέγερση ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στην περιοχή της Περαίας. Το γεγονός ότι αυτό θα γινόταν σε σημείο όπου κατοικούσαν πρόσφυγες προκάλεσε την έντονη αντίδρασή τους. Από τη μια η οργή των κατοίκων, από την άλλη η κακή κατάσταση της ακτής, οδήγησαν τους μελετητές στο να αποσύρουν την ιδέα και το ξενοδοχείο έμεινε στα χαρτιά.
Νωρίτερα, το 1922, μια άλλη ομάδα επιχειρηματιών είδε στο Καραμπουρνάκι το ιδανικό σημείο για να στήσει ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Τους πρόλαβε όμως η άφιξη των προσφύγων και στέγασή τους εκεί και η ιδέα μπήκε στο ψυγείο μέχρι το 1929 όταν ξεπάγωσε και έγινε πιο συγκεκριμένη: προέβλεπε τη δημιουργία ενός παραθεριστικού κέντρου για οικογένειες υψηλών εισοδημάτων με την ανάδειξη των θαλάσσιων σπορ και την κατασκευή ακόμη και καζίνο, στη θέση όπου υπήρχαν στρατιωτικά κτίσματα και το Παλατάκι. Τα κτίσματα του πρώην στρατοπέδου Κόδρα είναι ακόμη εκεί, όπως και το Παλατάκι, ως εκ τούτου και το σχέδιο αυτό έπεσε στο κενό.
* Με πληροφορίες από την έρευνα του ιστορικού-συγγραφέα, Αλέξανδρου Γρηγορίου, η οποία δημοσιεύτηκε στον 9ο τόμο της Επιστημονικής Επετηρίδας του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
No comments:
Post a Comment