Όταν η πριγκίπισσα Σοράγια ήρθε στην Αθήνα
-Η γκαρνταρόμπα, τα αγχολυτικά και το Αιγαίο
«Je ne veux pas pleurer comme Soraya» -υπάρχει ένα γαλλικό τραγουδάκι των ‘60’s που σφυρίζει πως «δεν θέλω να κλαίω σαν την Σοράγια». Ένα τραγούδι για τον έρωτα ενός κοριτσιού που βρήκε κάποτε τον πρίγκιπά του και ύστερα τον έχασε. Και δεν ξαναγέλασε.
Ο χρόνος είναι το 1963, Αύγουστος, Αθήνα. Οι κυρίες συνωστίζονται στο ατελιέ του οίκου Τσούχλου ή λανσάρουν τα πρώτα tiny μπικίνι τους στην παραλία του Φαλήρου, οι κύριοι πίνουν τον καφέ τους στου «Φλόκα» και δίνουν ραντεβού για το ίδιο βράδυ, στ’ «Αστέρια», οι εφημερίδες γράφουν για το τελευταίο πάρτι στην «Κρεολή».
Η είδηση της ημέρας είναι η άφιξη της Σοράγια στην Αθήνα.
Παρά την ζέστη, το πλήθος συνωστίζεται στην πλατεία Κολοκοτρώνη για να δει την «θλιμμένη πριγκίπισσα». Και η Μαρία Ρεζάν -νέα, φιλόδοξη δημοσιογράφος, στο κυνήγι του αποκλειστικού- καταφέρνει, μέσω μιας φίλης, να τρυπώσει στο «Athénée Palace», μεταμφιεσμένη σε καμαριέρα.
«Tην παραμονή της άφιξης της Σοράγια κατέφθασε προπομπός της στο ξενοδοχείο, η γκαρνταρόμπα της» θα έγραφε αργότερα στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Μαρία Ρεζάν -Με νοσταλγία, για μια ζωή έτσι, χωρίς πρόγραμμα». «Κι όταν λέμε γκαρνταρόμπα της Σοράγια εννοούμε τουλάχιστον πενήντα φορέματα και τουαλέτες, δημιουργίες των πιο γνωστών οίκων μόδας του κόσμου. Αλλά μαζί έφτασε και μια απερίγραπτη ποσότητα φαρμάκων σε ειδικές συσκευασίες, τα περισσότερα των οποίων ήταν χάπια υπνωτικά και αγχολυτικά. …( )… Την επομένη κατέφθασε και η ίδια η Σοράγια. Δεν θα ξεχάσω το πλήθος που είχε κατακλύσει την πλατεία αλλά και μεγάλο μέρος της Σταδίου με την ελπίδα να την δει από κοντά. Σήμερα, αυτό μοιάζει απίθανο. Τότε δεν ήταν. Έφτασε λοιπόν και -εκτός από τα πραγματικά θλιμμένα πράσινα μάτια της, σε μένα τουλάχιστον φάνηκε, όταν την είδα από κοντά μια απλή και πονεμένη γυναίκα. (…) Και έφτασε η κρίσιμη στιγμή. Προφασιζόμενη κάποια δουλειά, βρέθηκα στο δωμάτιό της. Πλησίασα όσο μπορούσα κοντύτερα και τρέμοντας, θυμάμαι, της είπα: «Μεγαλειοτάτη, συγγνώμη, αλλά θα πρέπει να ξέρετε ότι δεν είμαι υπάλληλος του ξενοδοχείου. Δημοσιογράφος είμαι και μάλιστα στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας μου. Εάν μου δώσετε μια συνέντευξη, μπορεί να μου χαρίσετε την πρώτη επιτυχία μου. Αν όχι, σας δίνω τον λόγο της προσωπικής μου τιμής, πως δεν θα πω σε κανέναν ότι σας είδα…». Πρώτα χαμογέλασε και ύστερα με κοίταξε με συμπάθεια. «Καθίστε..» μου είπε. Έτσι απλά. Μιλήσαμε για πολλά και διάφορα. Μου είπε για τον Σάχη και το προσωπικό της πρόβλημα. Και στο τέλος μου μίλησε και για τη Φρειδερίκη που φαίνεται πως της είχε συμπαρασταθεί πολύ. Στο τέλος μου είπε και το πρόγραμμά της στην Ελλάδα. Την ευχαρίστησα, χαιρετιστήκαμε και έκανα να φύγω. «Μεγαλειοτάτη», της είπα πριν βγω από το δωμάτιο. «Μην ακούτε τους γιατρούς που σας λένε ότι δεν θα κάνετε παιδιά. Το ίδιο ακριβώς είχαν πει και σε μένα. Και, ζωή να χουνε, έκανα τέσσερα..». Με αποχαιρέτησε με ένα διπλά μελαγχολικό χαμόγελο και έφυγα.»
Η συνέντευξη θα δημοσιευτεί στο πρωτοσέλιδο της «Ελευθερίας» Και θα χαρίσει, όντως, στη Ρεζάν την πρώτη μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία της καριέρας της. …
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Είναι η εποχή που η Σοράγια είναι κάτι παραπάνω από ένα κοσμικό status symbol στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Η «πριγκίπισσα με τα θλιμμένα μάτια» είναι ένα αστραφτερό λαϊκό είδωλο, μια γυναίκα που η τραγική της ιστορία έχει γίνει παγκόσμιο φωτορομάντζο μαζικής κατανάλωσης, με αναγνώστριες που το «καταβροχθίζουν» σε κάθε γωνιά της γης. Η Σοράγια αγαπιέται με μια αγάπη μαζική, σχεδόν υστερική, ο κόσμος παραληρεί, οι δημοσιογράφοι τη λατρεύουν, οι paparazzi την κυνηγούν. Τρείς μήνες μετά τον χωρισμό της, οι φωτογράφοι του «Τime» την ανακαλύπτουν στις Βερμούδες. Κοιτά σκεφτικά τον φακό, αλλά δεν χαμογελά. Σε όλες τις πόζες της από δω και μπρος, το χαμόγελο θα λείπει.
Η «προφητεία» της Ρεζάν δεν θα επαληθευτεί. Δεν θα κάνει ποτέ παιδί. Στην Ελλάδα, πάντως, θα ξανάρθει πολλές φορές. Σε μια παλιά συνέντευξη στο Down Town, ο γνωστός σχεδιαστής μόδας Γιάννης Γαλάτης, θυμόταν πώς γνώρισε τη Σοράγια στη Μύκονο.
«Είχε έρθει μαζί με τη Βάντα τη Νικολούδη, με την οποία ήταν συμμαθήτριες στο κολέγιο, στην Ελβετία. Ήμουν από τους λίγους ανθρώπους που κατάφερνε να την κάνει να γελάει. Γίναμε φίλοι. Έμεινε πολλές φορές στο σπίτι μου στη Μύκονο, με κάλεσε κι εμένα στο δικό της, στο Παρίσι, στην Αvenue Montaigne 40 -ένα πραγματικό παλάτι. Είχε πολλά χρήματα δικά της, δεν καταδέχτηκε να πάρει τίποτα από τον Σάχη. Όχι, όχι δεν είναι αλήθεια πως της έδωσε πολλά εκατομμύρια για να μην ξαναπαντρευτεί. Δεν μας μιλούσε ποτέ γι’ αυτόν, όμως πρέπει να τον αγαπούσε πάντα πολύ, κι εκείνος το ίδιο. Δεν την έδιωξε, το αντίθετο, έκανε το παν να την κρατήσει κοντά του. Επτά χρόνια βασανίστηκαν προσπαθώντας να αποκτήσουν παιδί, της έφερε τους καλύτερους γυναικολόγους του κόσμου. Στο τέλος, όταν όλα αποδείχτηκαν μάταια, η Σοράγια αποφάσισε να φύγει. Δεν τον ξαναείδε ποτέ, δεν θα μπορούσε, το σκάνδαλο θα ήταν τεράστιο. Ξέρω όμως πως μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο. Δε το συζητούσε ποτέ, με κανέναν. Ίσως γιατί την πίκραινε να της ξαναθυμίζουν κάθε τόσο την τραγική της μοίρα: να αγαπήσει και να παντρευτεί έναν άνθρωπο και στο τέλος να βρεθεί μόνη της, χωρίς σύζυγο, χωρίς παιδί, μια δική της οικογένεια».
Κοσμικότητες, κρουαζιέρες, κότερα, φιλανθρωπικά γκαλά, κοκτέιλ και δεξιώσεις η πριγκίπισσα θάβει τη θλίψη της μέσα στην πολυκοσμία. Ξαφνικά λαμβάνει ένα γράμμα από τον Αμερικανό παραγωγό Φίλιπ Γουόξμαν που της προτείνει μια θέση σταρ στη βιομηχανία του κινηματογράφου. «Σας διαβεβαιώ λέει η επιστολή πως η πρώτη σας ταινία θα γυριστεί με μεγάλη φροντίδα». Το καλοσκέφτεται. Το 1964 συμμετέχει στην ταινία του Μάουρο Μπολονίνι «Τα τρία πρόσωπα μιας γυναίκας» -ένα εγχείρημα που θα μείνει χωρίς συνέχεια. Είναι γιατί οι σκηνοθέτες τη βρίσκουν ατάλαντη; Ή μήπως έχει βάση αλήθειας η φήμη πως ο Σάχης κάνει τα πάντα για να μποϊκοτάρει τα πρώτα της βήματα στο Χόλιγουντ; Άγνωστο. Κάπου στα παρασκήνια, εκείνη συνδέεται στενά με τον νεαρό Ιταλό σκηνοθέτη Φράνκο Ιντοβίνα o οποίος πέντε χρόνια αργότερα θα σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα. «Ακόμα μια τραγωδία» γράφει ο Τύπος και λοξοκοιτάζει προς την Τεχεράνη. Οι εικασίες θα μείνουν εικασίες. Η Σοράγια φεύγει πάλι σαν κυνηγημένη. Ταξιδεύει παντού: Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Μύκονο.
«Στη Μύκονο -θυμόταν ο Γιάννης Γαλάτης- ζούσε ταπεινή, απλή ζωή, σχεδόν απομονωμένη. Περνούσε πολλές ώρες με την οικογένειά μου -ίσως επειδή δεν είχε δική της- καθόταν και μιλούσε με τους ψαράδες, ρέμβαζε, άκουγε μουσική, διάβαζε, απέφευγε τις κοσμικότητες. Το μόνο που δεχόταν, κάθε φορά, ήταν, την τελευταία μέρα της επίσκεψής της να της κάνω ένα μεγάλο πάρτι. Τα ονόμαζα «το τυρκουάζ πάρτι», το «λευκό πάρτι», τους έδινα διάφορα χρώματα, όλοι οι καλεσμένοι φορούσαν τυρκουάζ, λευκά, κ.λπ. και ήταν μεγάλο κοσμικό γεγονός της εποχής. Αυτό την διασκέδαζε. Ήταν φιλάρεσκη, φρόντιζε τον εαυτό της, της άρεσε να δείχνει όμορφη. Στη Μύκονο, βέβαια, κυκλοφορούσε πολύ casual, με ένα blue jean, ένα παρεό και το μαγιό της, έτοιμη για κολύμπι. Λάτρευε τη θάλασσα. Από τα τελευταία πράγματα που μου είπε ήταν «Στο Αιγαίο, Γιάννη, δώσε φιλιά».
No comments:
Post a Comment