Σπουδαίος Αμερικανός πιανίστας, που αποτέλεσε τη μουσική γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Χάρβεϊ Λάβαν «Βαν» Κλάιμπερν τζούνιορ (Harvey Lavan “Van” Cliburn Jr) γεννήθηκε στο Σρίβεπορτ της Λουιζιάνας στις 12 Ιουλίου 1934. Ο πατέρας του εργαζόταν στη βιομηχανία πετρελαίου και η μητέρα του ήταν μία ολοκληρωμένη πιανίστρια, έχοντας σπουδάσει κοντά στον Ρώσο πιανίστα Άρτουρ Φριντχάιμ, προβεβλημένο μαθητή του Φραντς Λιστ.
Ο Βαν Κλίμπερν άρχισε να παίρνει τα πρώτα μαθήματα πιάνου σε ηλικία τριών ετών και στα 12 του έκανε το συναυλιακό του ντεμπούτο με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Χιούστον. Το 1951 έλαβε υποτροφία από την περίφημη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και με καθηγήτρια τη ρωσοαμερικανίδα Ροζίνα Λιβάιν στράφηκε στη μεγάλη ρομαντική παράδοση της Ρωσίας.
Το 1958 συμμετείχε στον διεθνή μουσικό διαγωνισμό «Τσαϊκόφσκι» της Μόσχας, που καθιέρωσε εκείνη τη χρονιά η Σοβιετική Ένωση, για να επιδείξει και την καλλιτεχνική της υπεροχή απέναντι στη Δύση, μετά τη διαστημική πρωτιά του 1957 με τον Σπούτνικ. Ήταν η εποχή που η ανθρωπότητα βίωνε σε κάθε επίπεδο τον λεγόμενο «Ψυχρό Πόλεμο», την αντιπαράθεση της καπιταλιστικής Δύσης με την κομμουνιστική Ανατολή. Ο Κλάιμπερν μάγεψε το κοινό, ερμηνεύοντας στην τελική φάση του διαγωνισμού το Κοντσέρτο για πιάνο αρ.1 του Τσαϊκόφσκι και το Κοντσέρτο αρ. 3 του Ραχμάνινοφ. Στο φινάλε δέχθηκε το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού για περίπου δέκα λεπτά.
Οι κριτές του αποφάνθηκαν ότι ήταν ο καλύτερος και την απόφασή τους μετέφερε στον Κλάιμπερν ο διάσημος τότε σοβιετικός πιανίστας Εμίλ Γκίλελς. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι η κριτική επιτροπή δίσταζε να δώσει το πρώτο βραβείο στον Κλάιμπερν, επειδή ήταν Αμερικανός και χρειάστηκε η παρέμβαση του γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ Νικήτα Χρουστσόφ, που τους είπε: «Αν είναι ο καλύτερος να του δώσετε το πρώτο βραβείο» κι έτσι ο Βαν Κλάιμπερν έγινε ο πρώτος νικητής του περιώνυμου διαγωνισμού. Στη στιγμή έγινε λαϊκός ήρωας στις Ηνωμένες Πολιτείες και η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε λίγες ημέρες αργότερα στη Νέα Υόρκη άρμοζε περισσότερο σε αθλητή, παρά σε καλλιτέχνη.
Η υποδοχή του Βαν Κλάιμπερν στη Νέα Υόρκη
Το 1962 δημιούργησε το Ίδρυμα Βαν Κλίμπερν, το οποίο κάθε τέσσερα χρόνια διοργανώνει στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας τον διεθνή διαγωνισμό πιάνου Βαν Κλίμπερν, ο οποίος μαζί τους αντίστοιχους του Λιντς της Αγγλίας, της Μόσχας («Τσαϊκόφκσι») και της Βαρσοβίας («Σοπέν») θεωρούνται οι τέσσερεις κορυφαίοι παγκοσμίως.
Το 1978 εξαφανίστηκε από το μουσικό προσκήνιο μετά τον θάνατο του πατέρα και μάνατζέρ του και αποσύρθηκε στο πολυτελές σπίτι του στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, μαζί με τη μητέρα του και τον εραστή του Τόμας Ζαρέμπα, που ήταν 13 χρόνια μικρότερός του. Το 1987 επανήλθε στο μουσικό προσκήνιο, όταν έδωσε ένα ρεσιτάλ στον Λευκό Οίκο, προς τιμή του σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που επισκεπτόταν τις ΗΠΑ με πρόσκληση του αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν. Η σχέση του Κλάιμπερν με το σοβιετικό μουσικόφιλο κοινό παρέμενε ιδιαίτερα θερμή (παρά τον «Ψυχρό Πόλεμο») και τα αισθήματα αμοιβαία.
Το 1996, αν και δεν το επεδίωκε, απασχόλησε τα αμερικανικά Μ.Μ.Ε, όταν ο Τόμας Ζαρέμπα, με τον οποίον είχε χωρίσει, του ζήτησε με αγωγή διατροφή, επειδή, όπως υποστήριζε, είχε συνεισφέρει με την εργασία του στη δημιουργία της μεγάλης περιουσίας του. Τον κατηγόρησε ακόμα ότι του είχε μεταδώσει τον ιό του AIDS. Η αγωγή του απορρίφθηκε, επειδή η μεταξύ τους σχέση δεν είχε αποτυπωθεί εγγράφως.
Τον Αύγουστο του 2012 έγινε γνωστό ότι ο Βαν Κλίμπερν πάσχει από καρκίνο των οστών, ασθένεια η οποία τελικά τον κατέβαλε στις 27 Φεβρουαρίου 2013.