Ο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ «ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΡΤ-3
Η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3 παρουσιάζει στα πλαίσια του αφιερώματός της Γαλλικό νεονουάρ - Τιμή στον Αλαίν Ντελόν τη Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου στις 21:30 στο θερινό σινεμά ΑΠΟΛΛΩΝ (Σαρανταπόρου 4, κάθετη στη Βασιλέως Γεωργίου, τηλ. 2310828642) το κλασικό νεονουάρ του Ζαν Πιέρ Μελβίλ Ο Κόκκινος Κύκλος (Γαλλία, 1970, έγχρωμη, 140'). Παίζουν: Αλέν Ντελόν, Αντρέ Μπουρβίλ, Τζιάν Μαρία Βολοντέ, Ιβ Μοντάν. Aπό τις 21:00 ως τις 21:30 θα προηγηθεί μουσικός πρόλογος με τα Βαλς και Ταγκό του Έρωτα και της Αγάπης υπό τους ήχους της φυσαρμόνικας του Αλέξανδρου Τριανταφύλλου.
Η συνδιοργάνωση και καλλιτεχνική επιμέλεια γίνονται από το ΚΕΜΕΣ. Θα προλογίσει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου, ενώ στους θεατές θα διανεμηθεί έντυπη ανάλυση του Κωνσταντίνου Σαμαρά από το Cine.gr. Στο τέλος της προβολής θα ακολουθήσει μακρά συζήτηση με το κοινό.
Το προς συζήτηση θέμα στο λαϊκό πανεπιστήμιο για τον κινηματογράφο θα είναι: Ο ιδιαίτερος και εύθραυστος κόσμος του Ζαν Πιέρ Μελβίλ.
Τρεις παραβατικοί ενώνουν τις δυνάμεις τους για να πραγματοποιήσουν μια ληστεία κοσμημάτων, με έναν επιθεωρητή της αστυνομίας να τους καταδιώκει.
Η ανάλυση που θα διανεμηθεί είναι η ακόλουθη:
««Ο Βούδας πήρε μια κόκκινη κιμωλία, έσυρε έναν κύκλο και είπε: Όταν οι άνθρωποι πρέπει να ξανασυναντηθούν κάποτε, ό,τι κι αν τύχει στον καθένα απ’ αυτούς, όσο διαφορετικούς δρόμους κι αν ακολουθούν, την ημέρα που πρέπει αναπόφευκτα θα ξανασμίξουν μέσα στον κόκκινο κύκλο». Ο Ζαν Πιέρ Μελβίλ παραπέμπει στον Ράμα Κρίσνα κι εγώ επιστρέφω στο υπέροχο σύμπαν ενός εκ των «παππούδων» της νουβέλ βαγκ. Φόρος τιμής στον δάσκαλο, λοιπόν, στον πρώην τυχοδιώκτη, λαθρέμπορο και γενναίο πολεμιστή, στον σκηνοθέτη που γύρισε ουσιαστικά 13 εκδοχές της ίδιας ταινίας, στην υπερφίαλη ιδιοφυΐα που κάποτε δήλωσε «Το γαλλικό σινεμά είμαι εγώ»!
Οι αντιφάσεις του Μελβίλ δεν σταματούν εδώ: αντιδιαλεκτικός και αντιδραστικός, ατομικιστής αλλά φιλοκομουνιστής, κυνικός, πεσιμιστής και θιασώτης της ανατολικής μεταφυσικής, ένα ιδεολογικό αλαλούμ που καθαγιάζεται στο χωνευτήρι μιας συνταρακτικής κινηματογραφικής φόρμας.
Λειτουργώντας ως επιτομή των ηρώων του γαλλικού νουάρ, το βλέμμα του Iβ Μοντάν και η ερωτική του αλληλεπίδραση με τον κατακτημένο στόχο αποδεικνύει οριστικά ότι η παρανομία δεν γίνεται «για να». Μέσα από την χαρά της παρέας (οι μελβιλικοί άντρες μοιάζουν με «καταραμένη» εκδοχή των «Εντιμότατων φίλων μου»), την ηδονή της τελετουργίας και το ξόρκισμα των προσωπικών φαντασμάτων απολαμβάνεται ως αυτοσκοπός. Το ίδιο βλέμμα λειτουργεί και σαν χαραμάδα προς τον ψυχολογισμό, που ο πρώιμα μοντέρνος Μελβίλ απεχθάνεται στις ταινίες του. Ο υπαινισσόμενος καημός του πρώην αστυνομικού είναι ανείπωτος, αφανέρωτος, άρα πιο ερεθιστικός για τον θεατή.
O ερωτικός καημός, από την άλλη, μετατρέπεται επίσης σε φετίχ, αλλά εντελώς ανεπιθύμητο. Πρόκειται για τις φωτογραφίες της γυναίκας που πρόδωσε τον Αλέν Ντελόν, αντανακλάσεις συναισθημάτων που ζητούν να κηδευτούν - γι' αυτό και διογκώνονται... για να καταλήξουν στον κάλαθο των αχρήστων. Μοιάζει παράδοξο, αλλά η σωματική υπόσταση της ίδιας γυναίκας (τη βλέπουμε μόνο μια φορά) απεικονίζεται πολύ πιο «χάρτινη» και απρόσωπη, σαν κακέκτυπο του φωτο(αγιο)γραφικού της πορτρέτου. Εδώ ο Μελβίλ είναι σπαρακτικός μες την απλοϊκότητά του - ή το αντίστροφο, αν προτιμάτε. Είναι βεβαίως και ανυπόκριτα μισογύνης, χωρίς καν να απονέμει στο θηλυκό το ρόλο της «ανάπαυσης του πολεμιστή» ή της προσμένουσας Πηνελόπης. Μόνο στην τελευταία του ταινία, τον «Μπάτσο», θα αναβαθμίσει την Κατρίν Ντενέβ ως ικανή διαχειρίστρια σχέσεων και ισορροπιών.
Εκεί όπου μια κίνηση θεσπίζει κώδικα κι η ανταπόδοσή της προσδίδει σε αυτόν ιερή νομιμότητα, ο Μελβίλ κάνει επίδειξη αφηγηματική οικονομίας. Το πέταγμα του αναπτήρα είναι ένα μνημείο στιλ και αληθινής μαγκιάς, ένα συμβόλαιο αλληλεγγύης μεταξύ δύο φύσει κυνηγημένων. Το πέταγμα του όπλου είναι η επικύρωσή του, αλλά και το σήμα κατατεθέν μιας διακριτικής αντίφασης στη μελβιλική κοσμοθεωρία: μπορεί λοιπόν να νικηθεί η μοναξιά; Μπορούν να ενωθούν οι παράλληλες τροχιές, ή απλώς τέμνονται, για να επιστρέψουν σύντομα στην εμμονοληψία του Μοντάν; Ειδικότερα στα 5 λεπτά που ενώνουν τα δύο πλάνα, η αμφιταλάντευση είναι εμφανής στα βλέμματα των ηρώων, τη μουσική υπόκρουση και τις κινήσεις της κάμερας. Η ψυχρή, ελαφρά απόκοσμη φωτογραφία καταδεικνύει πόσο επίπονη είναι η παραμικρή προσέγγιση. Τελικά, ο Μελβίλ πιστεύει ότι η φιλία δεν είναι αντίδοτο στη μοναξιά, αλλά ένα κάποιο καταπραϋντικό της.
Ίσως εδώ να βρίσκονται κρυπτογραφημένοι οι κανόνες του μελβιλικού σύμπαντος. Σε μια παρτίδα μπιλιάρδου, ενός παιχνιδιού που εξαρτάται εν πολλοίς από την τύχη/μοίρα και δεν διαθέτει τρύπες/διεξόδους. Μιλώντας με τους ίδιους όρους, κάθε μπάλα έχει ίσο βάρος, άρα η διάκριση καλών-κακών είναι απολύτως καταργημένη - δεν υπάρχει καν συμπάθεια προς την πλευρά των παρανομούντων, όλα είναι συγκρούσεις και καραμπόλες σε έναν αφιλόξενο και απαθή κόσμο. Ο Μελβίλ τον απεικονίζει με μια υπέροχη φιλμική γεωγραφία, αλαφροΐσκιωτη και παραπλανητική, αποκορύφωμα της οποίας αποτελεί το δάσος - νοητός «κόκκινος κύκλος» του φινάλε. Το φιλμ είναι στο σύνολό του ένα στιλιστικό κομψοτέχνημα νεκρικών ρυθμών, το οποίο ωστόσο δε συνιστώ στους «τηλεοπτικοποιημένους» οφθαλμούς: κάτι θα χάσουν, κάπως θα ενοχληθούν και δεν θα καταλάβουν το γιατί.»
ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΟΝ «ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΥΚΛΟ»
Εξάλλου, 10 λόγοι για να μην χάσετε τον Κόκκινο Κύκλο είναι:
Για τη λειτουργική χρήση γνωστού ρητού της εξωτικής μεταφυσικής.
Γιατί ο Μελβίλ σκηνοθετεί με πάθος και σημασία στη λεπτομέρεια, με σοβαρότητα και πίστη στο θέμα του, ώστε μια τυπική ιστορία ληστείας να μετατρέπεται σε φιλοσοφική αντιπαράθεση και διαδικασία μοιραίων συναντήσεων.
Για τους υποδειγματικούς ρόλους που είναι όλοι ένας προς έναν.
Για την εκπληκτική αντιπαράθεση Μπουρβίλ-Μοντάν και για την καίρια φράση “πάντα ήσουν ηλίθιος”.
Για την εκπληκτική σκιαγράφηση από τον Πολ Αμιό του διευθυντή της αστυνομίας, του οποίου δικαιώνεται η προσωπική φιλοσοφία, όταν υποστηρίζει με μεγάλη ωριμότητα πως κανείς δεν είναι αθώος.
Για τον τρόπο που σκιαγραφούνται οι γυναίκες, πάντα απούσες ή γενικώς μη λειτουργικές, όπως το πλάνο με τη σκισμένη φωτογραφία.
Για τα εκπληκτικά παγωμένα χρώματα της φωτογραφίας του Ανρί Ντεκέ.
Για την ιδιαίτερα μινιμαλιστική ανάπτυξη των συνθηκών που διαμορφώνουν τους κώδικες φιλίας.
Για την εκπληκτική πολύλεπτη σιωπηρή σεκάνς της ληστείας, που παραπέμπει στο Ριφιφί (1955) του Ντασέν.
Γιατί η αφήγηση κυλάει αργά και μακρόσυρτα, με λιτό τρόπο ώστε να παραπέμπει σε τελετουργία κηδείας. Ουσιαστικά όλοι είναι νεκροί εξαρχής, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Μελβίλ.
Υ.Γ. Την επόμενη Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3 παρουσιάζει στα πλαίσια του ίδιου αφιερώματος το κλασικό νεονουάρ του Ζαν Ερμάν Αντίο, φίλε (1968).